25.8.16

Προβολή 7 - 26/8/2016, Rosa Nera, 09:30

Φαντάσου να Ξυπνούσες Αύριο
Και Όλη η Μουσική Να Είχε Εξαφανιστεί 


Imagine Waking Up Tomorrow And All Music Has Disappeared (83', 2015)

Σκην: Stefan Schwietert
Εμφανίζονται: Μπιλλ Ντράμμοντ, Τζων Χιρστ, KLF, The17


ΘΕΜΑ 318 - «Αναλογίσου»
Γεωγραφικό πλάτος 53° 07'Β
Περιηγήσου από μία ακτή ως μία άλλη ακτή
Ηχογράφησε φωνές καθ' οδόν
Στο τέλος του ταξιδιού
συνδύασε τις ηχογραφήσεις
Παίξε και άκουσέ τις
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΜΟΝΟ
και μετά
ΔΙΑΓΡΑΦΗ




Σε προηγούμενες ταινίες αυτού του κύκλου θυμηθήκαμε τις θεωρίες των Καταστασιακών για το παιχνίδι και για την περιπλάνηση κι είδαμε τη Χαρωπή Παρέα των Πλακατζήδων να τις ζει ως καθημερινότητα, χωρίς καν -πιθανότατα- να τις έχει ακουστά. Σειρά τώρα έχει ένας επόμενος κρίκος αυτής της αλυσίδας, που όταν στα 35 ξεκινούσε το πιο πετυχημένο σχέδιο της ζωής του, ήταν αρκετά καλλιεργημένος, ώστε να έχει πλήρη γνώση γι' αυτό το παρελθόν.
    Ακόμη κι αν ο θεατής δε γνωρίζει τίποτα για τον Μπιλλ Ντράμμοντ -το ήμισυ του θρυλικού συγκροτήματος KLF- είναι προφανές ήδη από τον τίτλο πως η ταινία αφορά κάποιον που αρέσκεται να θέτει προβοκατόρικα ερωτήματα. Εξίσου προβοκατόρικα, τότε, ας πούμε ότι ο Ντράμμοντ δεν ήταν ποτέ σπουδαίος μουσικός - ακόμη και στις καλύτερες στιγμές του, ήξερε απλά να χειρίζεται επιδέξια τις φόρμες. Με αυτή την έννοια, η παρουσία του θα χωρούσε όλη σε μια υποσημείωση στην ιστορία της ποπ. Όμως ο Ντράμμοντ δεν ήταν μόνο μουσικός.
    Γεννημένος το 1953 στη Νότιο Αφρική, όπου βρισκόταν για λίγο ο ιερέας πατέρας του, μεγάλωσε σ' ένα χωριό της Σκωτίας, απ' όπου έφυγε 17 χρονών, για να σπουδάσει εικαστικά. Στα 22 ήταν πια στο Λίβερπουλ και σκηνογραφούσε στο πειραματικό θέατρο του Κέννεθ Κάμπελ μια παράσταση 9 (κατ' άλλους 12) ωρών βασισμένη στην «Τριλογία των Πεφωτισμένων». Η συνεργασία αυτή θα τον επηρέαζε βαθιά και του άφησε σημεία αναφοράς σταθερά για πολλά χρόνια.    Ύστερ' από μια βραχύβια απόπειρα με τους Big in Japan το 1977 (ένα πανκ γκρουπ που όλα τα μέλη του θα γίνονταν γνωστά παίζοντας σε πιο φημισμένα σχήματα) ο Ντράμμοντ πέρασε δέκα χρόνια δοκιμών, ως στέλεχος δισκογραφικής, ως παραγωγός και ως σόλο μουσικός. Ώσπου το 1987, έφτιαξε ένα ντουέτο που τελικά ονομάστηκε KLF και γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία, πριν διαλυθεί πάνω στην ακμή του. Στα πέντε χρόνια ως τότε, κι ανεξάρτητα από την απήχηση της μουσικής τους, είχαν γίνει διαβόητοι με τις προκλητικές δράσεις τους, ρίχνοντας, μεταξύ άλλων, ένα σφαγμένο πρόβατο στο γκαλά των βραβείων Brit, με κρεμασμένη στο λαιμό την επιγραφή «Για εσάς πέθανα - καλή όρεξη».
    Ακόμη κι όσοι τα έβλεπαν αυτά ως ασήμαντες καλλιτεχνικές παρεμβάσεις θεώρησαν αυτοκτονική την απόφαση των KLF να «καταργήσουν» όλο τους τον κατάλογο, παύοντας (ως και σήμερα) την παραγωγή κι εμπορία των δίσκων τους. Όμως αυτό ήταν μόνο η αρχή: όταν έγινε η λογιστική εκκαθάριση, το 1994, το ντουέτο πήγε στη νήσο Γιούρα και έκαψε -κυριολεκτικά!- όλα τα κέρδη που είχε από τη μουσική, σχεδόν ένα εκατομμύριο λίρες. Η πράξη αυτή προκάλεσε πάταγο  κι εξόργισε πολλούς που δεν την κατανοούσαν.
    Η ταινία του Στέφαν Σβίτερτ εστιάζει στη σύγχρονη πορεία του Μπιλλ Ντράμμοντ, αν και, καθώς παρουσιάζει το αντισυμβατικό έργο του, είναι αδύνατο να μην αναφερθεί και στο παρελθόν - που άλλωστε άφησε τόσα σημάδια, ώστε κι ο ίδιος να τα βρίσκει διαρκώς μπροστά του.  Η κάμερα τον ακολουθεί να στήνει εδώ κι εκεί τη χορωδία The17, πάντα με νέα μέλη, ηχογραφώντας το πρωτογενές υλικό για ένα έργο που θα παιχτεί μία μόνο φορά και θα καταστραφεί. Κι είναι δύσκολο, γιατί δεν το επιχειρεί σε γκαλερί, με θετικά διακείμενους «συνεργάτες», αλλά σε σημεία απίθανα - σε πιάτσες ταξί με τους οδηγούς, σε εργοτάξια με οικοδόμους, σε τσαγερί με ηλικιωμένες κυρίες, σε εργοστάσια. Όλοι αυτοί, συχνά απρόθυμοι, βαφτίζονται μέλη των The17, κι ίσως το μόνο που λείπει από την ταινία είναι ότι ο Σβίτερτ δεν προσπαθεί, αργότερα, να δει τι τους άφησε η συμμετοχή τους στη χορωδία.
   Μια βασική σκέψη του Ντράμμοντ είναι πως η μουσική βιομηχανία όλου του 20ού αιώνα έχει διαμορφώσει συμπεριφορές που μας αλλοτριώνουν από την πηγή της μουσικής μέσα μας. Ακόμη και το τραγούδι, που άλλοτε ήταν ουσιώδης εκφραστική δραστηριότητα, έχει υπονομευτεί. Μας κάνουν να πιστεύουμε ότι «Μόνο οι Έλβις Πρίσλεϋ αυτού του κόσμου, επιτρέπεται να τραγουδούν» - και σωπαίνουμε, από ντροπή που είμαστε παράφωνοι. Η δική του απάντηση είναι να φέρνει πάλι τους κοινούς θνητούς σε επαφή με την πηγή του τραγουδιού.
    Παρά το χαμηλό κόστος της παραγωγής, δεν έχουμε εδώ συνεχή κοντινά πλάνα σε κλειστό χώρο, με ομιλούσες κεφαλές να λένε τι σπουδαίος που είναι ο Μπιλλ Ντράμμοντ. Η κάμερα βρίσκεται μόνιμα καθ' οδόν και καταγράφει το μεταβιομηχανικό τοπίο, δείχνοντας εύστοχα σε ποιο φόντο φυτρώνουν οι ιδέες του. Κι αν το συνολικό του έργο ανήκει στην εννοιακή τέχνη, άλλο τόσο conceptual είναι και η κινηματογράφηση. Η σιωπηλή περιπλάνηση στους εξοχικούς δρόμους και στις κωμοπόλεις θυμίζει έντονα την περίφημη ταινία δρόμου Radio On. Μόνο που εδώ η φωνή έχει άφθονο χιούμορ και διατυπώνει σκέψεις που διαρκούν.


Για τον σκηνοθέτη:

Γεννημένος στην Ελβετία το 1961 ο Stefan Schwietert είναι μια σπάνια περίπτωση δημιουργού που συνδυάζει επίμονα τα πάθη του με το προσωπικό του έργο, πράγμα εμφανές το ότι οι ταινίες που γυρίζει από  το 1991 έχουν μονίμως δύο κοινά σημεία: είναι όλες ντοκυμαντέρ και έχουν όλες θέμα ή στενή σχέση με τη μουσική. Κατά κανόνα, μάλιστα, δεν πρόκειται για ιστορικού τύπου, γραμμικά ντοκυμαντέρ με εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα, αντίθετα επιχειρούν να μεταφέρουν μέσω της εικόνας την ουσία της μουσικής ή την αντίληψη του καλλιτέχνη. Όπως ίσως είναι αναμενόμενο με όλα αυτά, δεν τον ενδιαφέρει να φιλοτεχνεί κατά παραγγελία εγκώμια διασήμων, αλλά μάλλον το να διερευνά τη σχέση του ανθρώπου με τη μουσική. Έτσι, έχει γυρίσει ταινίες για τον ακορντεονίστα που ενέπνευσε τον Μαρκές στα «100 Χρόνια Μοναξιάς», αλλά και για το αλπικό κόρνο ή ακόμη και για το πνευματικό υπόβαθρο του τυρολέζικου γιόντελινγκ. Όσο εκκεντρικές κι αν φαίνονται αυτές οι επιλογές, οι ταινίες του είναι όχι μόνο προσιτές αλλά και σαγηνευτικές. Στην Ελλάδα το έργο του παρουσιάστηκε εν μέρει στο 11ο Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ Θεσσαλονίκης, αλλά η δημιουργική του παρουσία συνεχίζεται.

16.8.16

Προβολή 6 - 19/8/2016, Rosa Nera, 09:30

Μαγικό Ταξίδι - Οι Beat συναντούν τους Merry Pranksters

Magic Trip:
Ken Kesey's Search for a Kool Place (2011)


Σκην: Alex Gibney
Εμφανίζονται: Κεν Κήζυ, Τίμοθυ Λήρυ, Νηλ Κάσαντυ, Τζακ Κέρουακ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ κ.ά.


Κανείς δεν ένιωθε να απειλείται στο ελάχιστο.
Ο Κεν πίστευε πραγματικά ότι μπορούσαν
να αλλαχτούν τα πράγματα, η συνείδηση.
Έβλεπε τον εαυτό του
ως απελευθερωτή της γενιάς του,
και το ταξίδι με το λεωφορείο,
το ότι έμπαινε στη Νέα Υόρκη,
το έβλεπε σαν να ήταν ο Ναπολέων
που μπαίνει στο Παρίσι.



Ηνωμένες Πολιτείες, 1964. Καλοβαλμένα σπιτάκια με κουρεμένο γκαζόν, ευημερία, και τα «μικροπροβλήματα» κρυμμένα βολικά κάτω από το χαλί. Εντάξει, την προηγούμενη χρονιά πήγε να γίνει πυρηνικός πόλεμος λόγω Κούβας, και μετά σκοτώθηκε ο Πρόεδρος, αλλά τι να γίνει; Η ζωή συνεχίζεται κι είναι ωραία, το λένε κι οι διαφημίσεις στην καινούρια τηλεόραση!
    Ξαφνικά, στη γωνία εμφανίζεται ένα σχολικό λεωφορείο βαμμένο με παρδαλά χρώματα. Στη θέση του προορισμού γράφει «Παραπέρα». Κατεβαίνουν κάτι αλλόκοτοι τύποι, όλοι ντυμένοι στα χρώματα της σημαίας. Τέτοιο πράγμα δεν έχει ξαναδεί κανείς - ούτε καν στις μεγαλουπόλεις, πόσο μάλλον στην αγροτική ύπαιθρο. Ποιοι είναι; Συστήνονται ως Χαρωποί Φαρσαδόροι και ρωτούν αν υπάρχει φαγητό.
     Κάπως έτσι θ΄ αντιμετωπίζονταν οι Merry Pranksters στο Μαγικό Ταξίδι τους, χρόνια πριν γίνουν οι χίππηδες κοινός τόπος. Ήταν μια παρέα που ζούσε κοινοβιακά στο σπίτι του συγγραφέα Κεν Κήζυ και το 1964 διέσχισαν την καρδιά των ΗΠΑ, προμηνύοντας με τη ζωή και με τη στάση τους τους σπόρους που βλάσταιναν ήδη γρήγορα στο θερμοκήπιο εκείνης της εποχής.

    Ο 29χρονος Κήζυ είχε διακριθεί με τη «Φωλιά του Κούκου» (1962), γνωρίζοντας και εμπορική επιτυχία. Πιο πριν είχε σπουδάσει στο Όρεγκον (με υποτροφία, ως πρωταθλητής στην πάλη) και επί πέντε χρόνια είχε παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής στο Στάνφορντ. Η μποέμικη ζωή του έκανε τους καθηγητές να τον αποκαλούν ευθέως «απειλή για τον πολιτισμό και για τη νηφαλιότητα», αλλά όπως είπε ο ίδιος αργότερα, «Ήμουν πολύ νέος για να είμαι μπήτνικ και πολύ μεγάλος για να γίνω χίππης».
    Την ίδια περίοδο συμμετείχε εθελοντικά ως πειραματόζωο σε μια κλινική έρευνα για ψυχοτρόπους ουσίες (ψιλοκυβίνη, μεσκαλίνη, LSD κ.ά.), η οποία αποδείχτηκε, πολύ αργότερα, ότι διεξαγόταν από τη CIA, στο πλαίσιο του σχεδίου MKULTRA. Η εμπειρία, ωστόσο, ήταν καθοριστική, και στο ορεινό εξοχικό που αγόρασε με την αμοιβή από τη «Φωλιά» διοργάνωνε συχνά τα ψυχεδελικά πάρτυ που ονομάστηκαν Acid Tests, με ζωντανή μουσική των πρώιμων Greatful Dead. Μερικοί τακτικοί θαμώνες αποφάσισαν να τον συνοδέψουν στη Νέα Υόρκη, όπου θα παρουσίαζε το δεύτερο βιβλίο του, και έτσι επιβιβάστηκαν στο «Παραπέρα».
    Η περιπέτεια όλη μαγνητοσκοπήθηκε από τους ίδιους με τρεις κάμερες των 16mm. Kι αν τα επεισόδια θυμίζουν το «Στο Δρόμο» του Κέρουακ, μία αιτία είναι ότι οδηγό στο λεωφορείο είχαν τον αληθινό ήρωα εκείνου του βιβλίου: μορφή εντυπωσιακή και με ακόρεστη όρεξη για ζωή, ο αεικίνητος Νηλ Κάσσαντυ σαγήνεψε τους Pranksters, κι ας είχε σχεδόν τα διπλά τους χρόνια.
Ο πρώην κάτοχος του λεωφορείου είχε εγκαταστήσει κουκέτες, ψυγείο, κουζίνα και τουαλέτα. Αυτοί το έβαψαν με φωτεινά χρώματα, πρόσθεσαν το ηχοσύστημα κι έναν πυργίσκο ανοίγοντας την οροφή, σύνδεσαν πίσω μια πλατφόρμα, για τη γεννήτρια και για μια μοτοσυκλέτα, κι ήταν έτοιμοι.
    Το ταξίδι αφηγείται ο Τομ Γουλφ στο «Electric Kool-Aid Acid Test», ένα από τα καλύτερα δείγματα νέας δημοσιογραφίας: Τέσσερις γυναίκες κι εννιά άντρες ξεκίνησαν 17 Ιουνίου 1964 - και στο πρώτο 24ωρο έκαναν 50 χλμ. Δεν είχαν μακριά μαλλιά ούτε το σήμα της ειρήνης, αλλά διψούσαν να ζήσουν εξω από τα συμβατικά πρότυπα κι είχαν μαζί τους άφθονο LSD (νόμιμο ως το 1966), 500 χάπια μπενζεντρίνης κι ένα κουτί παπουτσιών γεμάτο με τσιγάρα.
    Οι δεκάδες ώρες ταινίας που γυρίστηκαν στη διαδρομή προβάλλονταν συχνά σε μεταγενέστερα acid tests. Όταν ο Κήζυ αποσύρθηκε σ' ένα κτήμα στο Όρεγκον, φύλαξε τα φιλμ στον αχυρώνα του, όπου έμειναν πάνω από 40 χρόνια.
    Τι είναι λοιπόν το Μαγικό Ταξίδι; Γιατί να μας νοιάζουν τα «home movies» μιας τρελοπαρέας; Πρώτ' απ' όλα, υπάρχει ιστορικό ενδιαφέρον, γιατί αποτελούν εκ των έσω ματιά -και πιο αυθεντική δεν γίνεται- στη γένεση μιας τάσης που εξαπλώθηκε και επηρέασε βαθιά την έννοια της ελευθερίας στη Δύση. Έπειτα, γιατί η φωνή του αφηγητή συνδέει τις εικόνες με το γενικό πλαίσιο της εποχής, ώστε να διαφαίνονται κάποια τουλάχιστον από τα υπόγεια ρεύματα που δημιούργησαν όλη την αντικουλτούρα των '60s.
    Ο Άλεξ Γκίμπνευ παρουσιάζει γραμμικά το πυκνό πρωτογενές υλικό. Ο φρενήρης ρυθμός και η ελλειπτική ματιά αρμόζουν στο θέμα και στη διάθεση των «ηρώων». Η ταινία δεν απαιτεί να τους γνωρίζουμε από πριν (αν και αυτό ωφελεί). Ζωντανεύει μία στιγμή όπου η αθωότητα ακόμη δεν έχει χαθεί κι είναι μια σπάνια περίπτωση που βλέπουμε την Ιστορία ενώ γράφεται, από πρωταγωνιστές που δεν το αντιλαμβάνονται καν.



Για τον σκηνοθέτη:

Στα 62 του, σήμερα, ο Άλεξ Γκίμπνεϋ είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους ντοκυμαντερίστες. Αν και πτυχιούχος του Γέηλ, αποφάσισε, όταν είδε τον Εξολοθρευτή Άγγελο, να σπουδάσει κινηματογράφο και από το 1980 γυρίζει αποκλειστικά ταινίες τεκμηρίωσης με κριτική και διεισδυτική ματιά. Καταπιάνεται συχνά με «ευαίσθητα» θέματα της επικαιρότητας, θίγοντας ζητήματα όπως ο ρόλος που παίζουν οι λομπίστες στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ (Casino Jack & the US of Money, 2010), οι εταιρείες κολοσσοί (The Smartest Guys in the Room για την Enron, Steve Jobs: The Man in the Machine για την Apple), αλλά και τα βασανιστήρια που διεξάγουν οι ΗΠΑ διεθνώς (Taxi to the Dark Side, 2007). Πρόσφατα προκάλεσε θόρυβο με το Going Clear: Scientology and the Prison of Belief (2015), ίσως τη μόνη επίθεση κατά της Σαϊεντολογίας, που οι δικηγόροι της δεν κατάφεραν να μπλοκάρουν. Η τελευταία ταινία του (Zero Days, 2016) αφορά τον ιό Stuxnet, που στόχευε το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αλλά εξαπλώθηκε. Επίσης, ο Γκίμπνεϋ έχει γυρίσει ταινίες και για αντισυμβατικούς καλλιτέχνες, όπως ο συγγραφέας Χάντερ Σ. Τόμσον, ο χιουμορίστας τζάζμαν Λορντ Μπάκλεϋ και ο δημιουργός του afrobeat Φελα Κούτι.

5.8.16

Προβολή 5 - 12/8/2016, Rosa Nera, 09:30

Ποιος είναι ο Φέλα Κούτι;

Finding Fela (2014)

Σκην: Alex Gibney
Εμφανίζονται: Φέλα Κούτι, Φέμι Κούτι, Μπιλλ Τ. Τζόουνς, Τόνυ Άλλεν κ.ά.



I be no be gentleman at all!
I be Africa man original
Them call you, make you come chop
You chop small, you say you belly full
You say you be gentleman
You go hungry
You go suffer
You go quench
Me I no be gentleman like that
 




Γεννημένος το 1938 στο Λάγκος της Νιγηρίας ο Φέλα Κούτι πήρε από νωρίς το προσωνύμιο Ανικουλάπο («εκείνος που έχει το θάνατο στο πουγκί του») και το τίμησε, ζώντας άφοβα, ανυποχώρητα και δημιουργικά. Γόνος πλούσιας οικογένειας, πήγε νεαρός στο Λονδίνο για να σπουδάσει. Σύντομα βρήκε στη μουσική το βασικό εκφραστικό του όχημα, και θ' άξιζε σίγουρα μια ταινία, έστω μόνο για την ιδιοφυΐα του ως συνθέτη. Όμως ο Φέλα Κούτι ενσωμάτωσε σε αυτήν το σθένος του και τη μετέτρεψε σε αιχμηρό εργαλείο ανυποταξίας και αντίστασης. Χάρη σε αυτό έγινε κάτι πολύ παραπάνω από σπουδαίος μουσικός: αναδείχτηκε σε αληθινό σύμβολο όχι μόνο στη χώρα του αλλά σε ολόκληρη τη μαύρη Αφρική - και παραμένει, ακόμη και σήμερα.
    Το Finding Fela αξιοποιεί ένα πρωτότυπο εύρημα: περίπου 12 χρόνια μετά το θάνατο του Φέλα, στη Νέα Υόρκη ανεβαίνει ένα μιούζικαλ για τη ζωή του (με ζωντανή μουσική από τους θρυλικούς Antibalas). Ο Άλεξ Γκίμπνευ κινηματογραφεί την παράσταση και χρησιμοποιεί μέρη της για να αποδώσει κάποια επεισόδια από τη ζωή του ήρωά της. Κινούμαστε, λοιπόν, παράλληλα, σε δυο διαφορετικά επίπεδα. Στο ένα παρακολουθούμε εκτενή πλάνα αρχείου, που ξεκινούν από την ιστορία της Νιγηρίας όταν γεννιόταν ο Φέλα, και τον συνοδεύουν ως τα χρόνια της ακμής του, στις δεκαετίες '70 κι '80. Παράλληλα, υπάρχουν αρκετές καλά μονταρισμένες σύγχρονες συνεντεύξεις σημαντικών προσώπων που συνδέθηκαν μαζί του, άλλος στην καλλιτεχνική κι άλλος στην προσωπική του ζωή. Έτσι σχηματίζουμε καλή εικόνα σχετικά με τα γεγονότα που τον σημάδεψαν και συγκεντρώνουμε αρκετά στοιχεία για να κατανοήσουμε τις επιλογές του.
    Αυτά μόνο θ' αρκούσαν για ένα διαφωτιστικό ντοκυμαντέρ. Όμως ο Γκίμπνεϋ έχει κάτι πιο σύνθετο κατά νου. Με τα δραματοποιημένα αποσπάσματα αξιοποιεί την αμεσότητα της σκηνής και φέρνει τον πρωταγωνιστή πιο κοντά μας. Επιπλέον, έχει καταγράψει την προεργασία της θεατρικής παραγωγής και, μέσ' από τους προβληματισμούς των συντελεστών της, αναπτύσσει διεξοδικά, όχι μόνο αυτή την τόσο περίπλοκη προσωπικότητα, αλλά και το πώς μπορεί να εκλαμβάνεται σήμερα, σ' ένα πλαίσιο σαν το δικό μας, που διαφέρει ριζικά από εκείνο στο οποίο δημιουργήθηκε και έδρασε ο Φέλα Κούτι. Το αποτέλεσμα είναι μια πλούσια ταινία που προσεγγίζει πολύπλευρα και κριτικά το θέμα της.
    Ο Φέλα Κούτι γύρισε από το Λονδίνο το 1963 κι έγινε σταδιακά γνωστός παίζοντας highlife, μια μορφή αφρικάνικης ποπ, με τους Koola Lobitos. Όμως το 1969 πήγε στο Λος Άντζελες και, στους δέκα μήνες που πέρασε εκεί, γνώρισε το κίνημα για τη Μαύρη Δύναμη κι απέκτησε νέα θεώρηση για τη ζωή. Παρ' ό,τι ήδη παντρεμένος, πήρε μαζί του στη Νιγηρία την Αμερικανίδα Σάντρα Σμιθ και, ξεκινώντας με την πολυγαμία, άρχισε να εφαρμόζει με ιδιοσυγκρασιακή αντίληψη τις παραδόσεις των Γιορούμπα, που τις ανακάλυπτε στην πράξη και καθ' οδόν.
    Αρχικά ίδρυσε ένα κοινόβιο, που ονομάστηκε Δημοκρατία της Καλακούτα (από την Καλκούττα). Εκεί εγκαταστάθηκαν οι δυο του σύζυγοι, τα παιδιά του, το πολυμελές νέο σχήμα του, οι Afrika '70s, και άλλοι. Έπαιζε τακτικά σ' ένα χώρο, που εκείνες τις βραδιές ονομαζόταν «Αφρικανικός Ναός» (African Shrine). Η μουσική του ερχόταν όλο και πιο κοντά στην τζαζ, με στοιχεία από αφρικανικές γλώσσες ανάμεικτα με αγγλικά, σε τραγούδια που ξεπερνούσαν τα 20 λεπτά. Αλλά οι στίχοι γίνονταν όλο και πιο αιχμηροί, προκαλώντας βίαιες επιδρομές στο κοινόβιο.
    Αντί να υποχωρήσει, ο Φέλα όξυνε τη στάση του. Το 1977 απεικόνισε τα όργανα της χούντας
ως ζόμπι. Ο στρατός εισέβαλλε μαζικά στην Καλακούτα, ξυλοκόπησε όποιον βρήκε εκεί κι έκαψε σχεδόν τα πάντα. Όμως το σημαντικότερο ήταν ότι προκάλεσε το θάνατο της μητέρας του Φέλα, που έμενε ακριβώς απέναντι. Ύστερ' από αυτό, ο πόλεμος ήταν ολομέτωπος. Θα τον θα φυλάκιζαν και θα τον κακοποιούσαν πολλές φορές, αλλά δεν έπαψε ποτέ να κρατά ψηλά το κεφάλι, μετατρέποντας ακόμη και την κηδεία του σε μαζικό συλλαλητήριο.
    Οι σύντροφοί του και τα παιδιά του μιλούν με τη δική τους οπτική, κάποιοι ίσως και με πικρία. Συνθέτουν ένα πρόσωπο πρισματικό, με πλευρές που σ' εμάς ίσως φαίνονται αμφιλεγόμενες - το λιγότερο. Αλλά είναι φανερό ότι δεν παύουν να τον θαυμάζουν. Και είναι φυσικό, αφού παρά τις μόνιμες αντιξοότητες, ο Φέλα συνέχισε να δημιουργεί μια εκπληκτική μουσική, ανυψώνοντας με αυτήν και με τη γενικότερη στάση ζωής του ολόκληρο τον μαύρο λαό.


Για τον σκηνοθέτη:

Στα 62 του, σήμερα, ο Άλεξ Γκίμπνεϋ είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους ντοκυμαντερίστες. Αν και πτυχιούχος του Γέηλ, αποφάσισε, όταν είδε τον Εξολοθρευτή Άγγελο, να σπουδάσει κινηματογράφο και από το 1980 γυρίζει αποκλειστικά ταινίες τεκμηρίωσης με κριτική και διεισδυτική ματιά. Καταπιάνεται συχνά με «ευαίσθητα» θέματα της επικαιρότητας, θίγοντας ζητήματα όπως ο ρόλος που παίζουν οι λομπίστες στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ (Casino Jack & the US of Money, 2010), οι εταιρείες κολοσσοί (The Smartest Guys in the Room για την Enron, Steve Jobs: The Man in the Machine για την Apple), αλλά και τα βασανιστήρια που διεξάγουν οι ΗΠΑ διεθνώς (Taxi to the Dark Side, 2007). Πρόσφατα προκάλεσε θόρυβο με το Going Clear: Scientology and the Prison of Belief (2015), ίσως τη μόνη επίθεση κατά της Σαϊεντολογίας, που οι δικηγόροι της δεν κατάφεραν να μπλοκάρουν. Η τελευταία ταινία του (Zero Days, 2016) αφορά τον ιό Stuxnet, που στόχευε το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αλλά εξαπλώθηκε. Επίσης, ο Γκίμπνεϋ έχει γυρίσει ταινίες και για αντισυμβατικούς καλλιτέχνες, όπως ο συγγραφέας Χάντερ Σ. Τόμσον και ο χιουμορίστας τζάζμαν Λορντ Μπάκλεϋ.