5.9.16

Αγρανάπαυση

Ο κύκλος Μόνοι Εναντίον Όλων ολοκληρώθηκε. Αν θέλετε να ενημερώνεστε για τα νέα του cineTAZ, στείλτε μήνυμα προς cineTAZ10 στο gmail.com

1.9.16

Προβολή 8 - 2/9/2016, Rosa Nera, 09:30

Η Φιλμική Μπαλλάντα της Μαμάς του Νταντά

The Filmballad of Mamadada (80', 2013)

Σκην: Lily Benson, Cassandra Guan
Εμφανίζονται: Τζοάννα Πίκερινγκ κ.ά.


Οι αγρότες στο Κεντάκυ με περνούσαν για τρελή,
οπότε έμενα σε αντίσκηνα με οικογένειες μαύρων,
προχωρώντας από τον έναν καταυλισμό
στον άλλον, δίπλα στον ποταμό Οχάιο.
Αυτοί με τάιζαν και μου έμαθαν
μία όμορφη διάλεκτο της αγγλικής.
Τον ναύλο επιστροφής στα Ανατολικά
τον κέρδισα με εμφανίσεις σε υπαίθριες
μπυραρίες για Γερμανούς εργάτες
που μιλούσαν αγγλικά λιγότερο κι από μένα.






Η ταινία που κλείνει τον κύκλο Μόνοι Εναντίον Όλων του cineTAZ εξετάζει μια ελάσσονα καλλιτέχνιδα των αρχών του 20ού αιώνα, άγνωστη μέχρι πρόσφατα ακόμη και στους ρέκτες της ιστορίας της Τέχνης. Το θέμα ίσως φαίνεται ελιτίστικο, και η ταινία κάπως παράταιρη σε σχέση με τις προηγούμενες. Όμως αξίζει τη θέση της εδώ γιατί, πέρα από τους ενδιαφέροντες εικαστικούς πειραματισμούς της, γεννά σκέψεις που αφορούν ευρύτερα τη θεματική αυτού του κύκλου.
    Η Έλσε Πλετς γεννήθηκε το 1874 στην Πομερανία, κοντά στη Βαλτική, και μεγάλωσε σε μια οικογένεια όπου η λεκτική και σωματική κακοποίηση ήταν συχνό φαινόμενο. Όταν, νεαρή ακόμη, είδε τον πατέρα της να κλείνει τη μητέρα της σε φρενοκομείο, η ρήξη της με το πατριαρχικό μοντέλο ήταν βίαιη και οριστική: σύντομα, εγκατέλειψε το πατρικό της και ρίχτηκε ορμητικά σε μια ζωή που δεν έπαψε ποτέ να αμφισβητεί τις κοινωνικές συμβάσεις. Χωρίς πόρους, αλλά με απίστευτο θάρρος, περιπλανήθηκε στην Ευρώπη του fin-de-siècle και ήρθε σε επαφή με καλλιτεχνικούς κύκλους, γνωρίζοντας από κοντά τις ζυμώσεις που θα γεννούσαν όλη τη σύγχρονη τέχνη. Κι αν η κοινωνική ιστορία της Δύσης στον 20ό αιώνα έχει ως βασικό άξονα τη διεκδίκηση του δικαιώματος στην έκφραση, τότε η Έλσα ενσωματώνει ακέραιο αυτό το αίτημα, όχι εν σπέρματι αλλά σε πλήρη άνθηση.
    Η ρήξη με το στάτους κβο τής επέτρεψε, πέρ' από τα υπόλοιπα, να εξερευνήσει πολύπλευρα και τη σεξουαλικότητά της. Τελικά, το 1901 παντρεύτηκε τον αρχιτέκτονα Αύγουστο Εντέλλ, αλλά σύντομα συνδέθηκε φανερά μ΄ ένα φίλο του, τον ποιητή Φέλιξ Γκρέβε. Οι τρεις μαζί έζησαν στη Νάπολη, στη Γαλλία και στην Ελβετία, ώσπου το 1907 η Έλσε και ο Γκρέβε παντρεύτηκαν στο Βερολίνο. Δύο χρόνια μετά, ο Φέλιξ σκηνοθετεί το θάνατό του, για να γλιτώσει από τους δανειστές, και διαφεύγει στις ΗΠΑ. Εκείνη τον ακολουθεί -και μάλιστα, συλλαμβάνεται στο Πίτσμπουργκ, διότι φορά ανδρικά ρούχα-, αλλά σ' ένα χρόνο ο Γκρέβε την εγκαταλείπει οριστικά.
    Χωρίς χρήματα, χωρίς καν να μιλά τη γλώσσα, η Έλσε φτάνει στη Νέα Υόρκη στα 35 της και δουλεύει σ' ένα καπνεργοστάσιο. Κάνει ένα νέο γάμο μ' έναν ξεπεσμένο ευγενή, που όμως πηγαίνοντας να καταταγεί στο γερμανικό στρατό για τον Α' Παγκόσμιο, αιχμαλωτίζεται και τελικά αυτοκτονεί, αφήνοντάς της μόνο το βαρύγδουπο όνομα «βαρόνη Έλσα φον Φράυταγκ Λορινγκχόφεν». H Έλσα εγκαθίσταται στο Γκρένουιτς Βίλλατζ. Εργάζεται ως μοντέλο ζωγράφων κι αρχίζει να φτιάχνει αφηρημένα γλυπτά, με αντικείμενα που βρίσκει πεταμένα, ενώ δημοσιεύει ποιήματά της στο πρωτοποριακό περιοδικό The Little Review. Ζει σε άκρα ανέχεια, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να μετατρέπει την καθημερινή ζωή της σε διαρκή περφόρμανς, δρώντας ως εξάγγελος του Νταντά που μόλις τότε γεννιέται στην Ευρώπη: ξυρίζει το κεφάλι της, κυκλοφορεί με κονσερβοκούτια στα στήθη, φορά για μενταγιόν ένα κλουβί με ζωντανό καναρίνι, και φτάνει ακόμη και να επιτίθεται σεξουαλικά σε γνωστούς της (όπως στον ποιητή Γουίλλιαμ Κάρλος Γουίλλιαμς).
    Όταν ο πόλεμος φέρνει στις ΗΠΑ τον Ντυσάν και τον Μαν Ρέυ, συνδέεται φιλικά μαζί τους και μεταξύ άλλων γυρίζουν μια ταινία όπου εμφανίζεται να ξυρίζει το εφηβαίο της. Το 1916 ο Ντυσάν γράφει στην αδελφή του: «Μια φίλη με το ψευδώνυμο R. Mutt μου έστειλε ως γλυπτό ένα ουρητήριο από πορσελάνη». (Armutt στα γερμανικά σημαίνει ένδεια). Το Συντριβάνι προκαλεί πάταγο όταν ο Ντυσάν το καταθέτει ως συμμετοχή του σε μια έκθεση και, χρόνια μετά, φτάνει να θεωρείται πρώτο δείγμα της conceptual art και σπουδαιότερο έργο τέχνης του 20ού αι.. Σήμερα, ωστόσο, αμφισβητείται αν δημιουργός του ήταν ο ίδιος κι όχι η Έλσα (ο πιο συγκροτημένος αντίλογος-συνηγορία του Ντυσάν υπάρχει εδώ). Παρά ταύτα, η ανέχεια την ωθεί να γυρίσει στο Βερολίνο του μεσοπολέμου, και τελικά να λάβει γαλλική βίζα. Έζησε άπορη στο Παρίσι τα τελευταία της χρόνια, και πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, καθώς το γκάζι της κουζίνας της βρέθηκε ανοιχτό.

    Η Φιλμική Μπαλλάντα ακολουθεί την πορεία της Έλσε Πλετς, αλλά παρεκκλίνει από τη φόρμα του ιστορικού ντοκυμαντέρ. Η έλλειψη πλάνων αρχείου οδήγησε στην ιδέα να ανατεθεί από μία ενότητα της ταινίας σε 50 εικαστικούς (νέους ή και καθιερωμένους, όπως η Άμπιγκεϊλ Τσάιλντς και ο Κρίστιαν Μάρκλεϋ). Το αποτέλεσμα είναι ένας ορυμαγδός ετερόκλητων στυλ, όμως ο κορμός παραμένει συνεπής και συνεκτικός, αφού η φωνή off εξιστορεί γραμμικά τα περιστατικά, διατηρώντας τον ειρμό.
    Παρά την εστιασμένη αφήγηση, ανακύπτουν κάποιες ευρύτερες σκέψεις, με πιο προφανή βέβαια το θέμα του φύλου: η Έλσε έμεινε στη λήθη, ενώ αντίστοιχοι άνδρες σύγχρονοί της, όπως φέρ' ειπείν ο Αρτύρ Κραβάν, έγιναν θρύλοι. Αυτό εν μέρει επανορθώνεται από τη σύγχρονη έρευνα, που οδηγεί σε ριζική αναθεώρηση της Ιστορίας της Τέχνης, δίνοντας πια τη θέση που αρμόζει σε ζωγράφους από την Αρτεμισία Τζεντιλέσκι ως τη Χίλμα αφ Κλιντ ή και την εν ζωή σήμερα Μάργκαρετ Κην.
    Όμως άλλα ερωτήματα είναι εξίσου επίμονα: Έχει τόση σημασία τελικά η επιτυχία; Ή άραγε, από την πλευρά του ατόμου που ενεργεί, αρκεί το εγχείρημα; Κι ακόμη, πώς θα ήταν ο κόσμος, αν κάποιοι δεν είχαν την «υγιή οίηση του μεγαλοφυούς» και, προεξοφλώντας την αποτυχία, τα παρατούσαν πριν αρχίσουν; Και μήπως αυτό που υποτιμητικά η κοινωνία αποκαλεί τρέλα είναι ζωτικό για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους; Στο βαθμό που η ιστορία γράφεται από τους νικητές, πόσο φιλικά μπορεί να δει τους αποτυχημένους; Αυτά και άλλα συναφή ερωτήματα προσθέτουν νέες αναγνώσεις στις προηγούμενες ταινίες του κύκλου.



Για τις σκηνοθέτιδες:

    Η Lily Benson μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στο Μάλμε της Σουηδίας και στη Νέα Υόρκη. Το καλλιτεχνικό της έργο βασίζεται σε μια πολύπλευρη προσέγγιση που συμπεριλαμβάνει την εικονογράφηση, το κινούμενο σχέδιο, τη σύνθεση ποπ μουσικής και τις περφόρμανς. Σταθερό σημείο του είναι η προσέγγιση του σύγχρονου λαϊκού πολιτισμού μέσα από τη φεμινιστική οπτική.
    Η Cassandra Guan κατάγεται από το Πεκίνο, αλλά ζει στη Νέα Υόρκη. Ασχολείται με τον κινηματογράφο και πειραματίζεται με τις μεθόδους αφήγησης και αναπαράστασης.

    Το οπτικό υλικό της Φιλμικής Μπαλλάντας προήλθε από τους καλλιτέχνες: Leslie  Allison, Animals, Raoul Anchondo, Mauricio Arango, Doug Ashford, Harold Batista, Gregory, Lily Benson, Caitlin Berrigan, Clara Carter, Lea Cetera, Joanne K. Cheung, Abigail Childs, Abigail Colins, Katy Cool, Cecilia Corrigan, Alex DeCarli, EASTER, Chitra Ganesh, Alex Golden, Cassandra Guan, Jorun Jonasson, Prudence Katze, Simone Krug, Joyce Lainé, William Lehman, Alexandra Lerman, Ming Lin, Thomas Love, Rob Lowe, Kirby Mages, Mar- kues, Mores McWreath, Erin Jane Nelson, Anne Marte Overaa, Michala Paludan, Leah Pires, Sunita Prasad, Joanna Quigley, Will Rahilly, Amy Reid, Isaac Richard, Doron Sadja, Saki Sato, Frances Scholz, Dash Shaw, Sydney Shen, Beau Sievers, Shelly Silver, Ursula Sommer, Jim Strong, Aaron Vinton και J.N. Kienitz Wilkins.

25.8.16

Προβολή 7 - 26/8/2016, Rosa Nera, 09:30

Φαντάσου να Ξυπνούσες Αύριο
Και Όλη η Μουσική Να Είχε Εξαφανιστεί 


Imagine Waking Up Tomorrow And All Music Has Disappeared (83', 2015)

Σκην: Stefan Schwietert
Εμφανίζονται: Μπιλλ Ντράμμοντ, Τζων Χιρστ, KLF, The17


ΘΕΜΑ 318 - «Αναλογίσου»
Γεωγραφικό πλάτος 53° 07'Β
Περιηγήσου από μία ακτή ως μία άλλη ακτή
Ηχογράφησε φωνές καθ' οδόν
Στο τέλος του ταξιδιού
συνδύασε τις ηχογραφήσεις
Παίξε και άκουσέ τις
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΜΟΝΟ
και μετά
ΔΙΑΓΡΑΦΗ




Σε προηγούμενες ταινίες αυτού του κύκλου θυμηθήκαμε τις θεωρίες των Καταστασιακών για το παιχνίδι και για την περιπλάνηση κι είδαμε τη Χαρωπή Παρέα των Πλακατζήδων να τις ζει ως καθημερινότητα, χωρίς καν -πιθανότατα- να τις έχει ακουστά. Σειρά τώρα έχει ένας επόμενος κρίκος αυτής της αλυσίδας, που όταν στα 35 ξεκινούσε το πιο πετυχημένο σχέδιο της ζωής του, ήταν αρκετά καλλιεργημένος, ώστε να έχει πλήρη γνώση γι' αυτό το παρελθόν.
    Ακόμη κι αν ο θεατής δε γνωρίζει τίποτα για τον Μπιλλ Ντράμμοντ -το ήμισυ του θρυλικού συγκροτήματος KLF- είναι προφανές ήδη από τον τίτλο πως η ταινία αφορά κάποιον που αρέσκεται να θέτει προβοκατόρικα ερωτήματα. Εξίσου προβοκατόρικα, τότε, ας πούμε ότι ο Ντράμμοντ δεν ήταν ποτέ σπουδαίος μουσικός - ακόμη και στις καλύτερες στιγμές του, ήξερε απλά να χειρίζεται επιδέξια τις φόρμες. Με αυτή την έννοια, η παρουσία του θα χωρούσε όλη σε μια υποσημείωση στην ιστορία της ποπ. Όμως ο Ντράμμοντ δεν ήταν μόνο μουσικός.
    Γεννημένος το 1953 στη Νότιο Αφρική, όπου βρισκόταν για λίγο ο ιερέας πατέρας του, μεγάλωσε σ' ένα χωριό της Σκωτίας, απ' όπου έφυγε 17 χρονών, για να σπουδάσει εικαστικά. Στα 22 ήταν πια στο Λίβερπουλ και σκηνογραφούσε στο πειραματικό θέατρο του Κέννεθ Κάμπελ μια παράσταση 9 (κατ' άλλους 12) ωρών βασισμένη στην «Τριλογία των Πεφωτισμένων». Η συνεργασία αυτή θα τον επηρέαζε βαθιά και του άφησε σημεία αναφοράς σταθερά για πολλά χρόνια.    Ύστερ' από μια βραχύβια απόπειρα με τους Big in Japan το 1977 (ένα πανκ γκρουπ που όλα τα μέλη του θα γίνονταν γνωστά παίζοντας σε πιο φημισμένα σχήματα) ο Ντράμμοντ πέρασε δέκα χρόνια δοκιμών, ως στέλεχος δισκογραφικής, ως παραγωγός και ως σόλο μουσικός. Ώσπου το 1987, έφτιαξε ένα ντουέτο που τελικά ονομάστηκε KLF και γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία, πριν διαλυθεί πάνω στην ακμή του. Στα πέντε χρόνια ως τότε, κι ανεξάρτητα από την απήχηση της μουσικής τους, είχαν γίνει διαβόητοι με τις προκλητικές δράσεις τους, ρίχνοντας, μεταξύ άλλων, ένα σφαγμένο πρόβατο στο γκαλά των βραβείων Brit, με κρεμασμένη στο λαιμό την επιγραφή «Για εσάς πέθανα - καλή όρεξη».
    Ακόμη κι όσοι τα έβλεπαν αυτά ως ασήμαντες καλλιτεχνικές παρεμβάσεις θεώρησαν αυτοκτονική την απόφαση των KLF να «καταργήσουν» όλο τους τον κατάλογο, παύοντας (ως και σήμερα) την παραγωγή κι εμπορία των δίσκων τους. Όμως αυτό ήταν μόνο η αρχή: όταν έγινε η λογιστική εκκαθάριση, το 1994, το ντουέτο πήγε στη νήσο Γιούρα και έκαψε -κυριολεκτικά!- όλα τα κέρδη που είχε από τη μουσική, σχεδόν ένα εκατομμύριο λίρες. Η πράξη αυτή προκάλεσε πάταγο  κι εξόργισε πολλούς που δεν την κατανοούσαν.
    Η ταινία του Στέφαν Σβίτερτ εστιάζει στη σύγχρονη πορεία του Μπιλλ Ντράμμοντ, αν και, καθώς παρουσιάζει το αντισυμβατικό έργο του, είναι αδύνατο να μην αναφερθεί και στο παρελθόν - που άλλωστε άφησε τόσα σημάδια, ώστε κι ο ίδιος να τα βρίσκει διαρκώς μπροστά του.  Η κάμερα τον ακολουθεί να στήνει εδώ κι εκεί τη χορωδία The17, πάντα με νέα μέλη, ηχογραφώντας το πρωτογενές υλικό για ένα έργο που θα παιχτεί μία μόνο φορά και θα καταστραφεί. Κι είναι δύσκολο, γιατί δεν το επιχειρεί σε γκαλερί, με θετικά διακείμενους «συνεργάτες», αλλά σε σημεία απίθανα - σε πιάτσες ταξί με τους οδηγούς, σε εργοτάξια με οικοδόμους, σε τσαγερί με ηλικιωμένες κυρίες, σε εργοστάσια. Όλοι αυτοί, συχνά απρόθυμοι, βαφτίζονται μέλη των The17, κι ίσως το μόνο που λείπει από την ταινία είναι ότι ο Σβίτερτ δεν προσπαθεί, αργότερα, να δει τι τους άφησε η συμμετοχή τους στη χορωδία.
   Μια βασική σκέψη του Ντράμμοντ είναι πως η μουσική βιομηχανία όλου του 20ού αιώνα έχει διαμορφώσει συμπεριφορές που μας αλλοτριώνουν από την πηγή της μουσικής μέσα μας. Ακόμη και το τραγούδι, που άλλοτε ήταν ουσιώδης εκφραστική δραστηριότητα, έχει υπονομευτεί. Μας κάνουν να πιστεύουμε ότι «Μόνο οι Έλβις Πρίσλεϋ αυτού του κόσμου, επιτρέπεται να τραγουδούν» - και σωπαίνουμε, από ντροπή που είμαστε παράφωνοι. Η δική του απάντηση είναι να φέρνει πάλι τους κοινούς θνητούς σε επαφή με την πηγή του τραγουδιού.
    Παρά το χαμηλό κόστος της παραγωγής, δεν έχουμε εδώ συνεχή κοντινά πλάνα σε κλειστό χώρο, με ομιλούσες κεφαλές να λένε τι σπουδαίος που είναι ο Μπιλλ Ντράμμοντ. Η κάμερα βρίσκεται μόνιμα καθ' οδόν και καταγράφει το μεταβιομηχανικό τοπίο, δείχνοντας εύστοχα σε ποιο φόντο φυτρώνουν οι ιδέες του. Κι αν το συνολικό του έργο ανήκει στην εννοιακή τέχνη, άλλο τόσο conceptual είναι και η κινηματογράφηση. Η σιωπηλή περιπλάνηση στους εξοχικούς δρόμους και στις κωμοπόλεις θυμίζει έντονα την περίφημη ταινία δρόμου Radio On. Μόνο που εδώ η φωνή έχει άφθονο χιούμορ και διατυπώνει σκέψεις που διαρκούν.


Για τον σκηνοθέτη:

Γεννημένος στην Ελβετία το 1961 ο Stefan Schwietert είναι μια σπάνια περίπτωση δημιουργού που συνδυάζει επίμονα τα πάθη του με το προσωπικό του έργο, πράγμα εμφανές το ότι οι ταινίες που γυρίζει από  το 1991 έχουν μονίμως δύο κοινά σημεία: είναι όλες ντοκυμαντέρ και έχουν όλες θέμα ή στενή σχέση με τη μουσική. Κατά κανόνα, μάλιστα, δεν πρόκειται για ιστορικού τύπου, γραμμικά ντοκυμαντέρ με εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα, αντίθετα επιχειρούν να μεταφέρουν μέσω της εικόνας την ουσία της μουσικής ή την αντίληψη του καλλιτέχνη. Όπως ίσως είναι αναμενόμενο με όλα αυτά, δεν τον ενδιαφέρει να φιλοτεχνεί κατά παραγγελία εγκώμια διασήμων, αλλά μάλλον το να διερευνά τη σχέση του ανθρώπου με τη μουσική. Έτσι, έχει γυρίσει ταινίες για τον ακορντεονίστα που ενέπνευσε τον Μαρκές στα «100 Χρόνια Μοναξιάς», αλλά και για το αλπικό κόρνο ή ακόμη και για το πνευματικό υπόβαθρο του τυρολέζικου γιόντελινγκ. Όσο εκκεντρικές κι αν φαίνονται αυτές οι επιλογές, οι ταινίες του είναι όχι μόνο προσιτές αλλά και σαγηνευτικές. Στην Ελλάδα το έργο του παρουσιάστηκε εν μέρει στο 11ο Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ Θεσσαλονίκης, αλλά η δημιουργική του παρουσία συνεχίζεται.

16.8.16

Προβολή 6 - 19/8/2016, Rosa Nera, 09:30

Μαγικό Ταξίδι - Οι Beat συναντούν τους Merry Pranksters

Magic Trip:
Ken Kesey's Search for a Kool Place (2011)


Σκην: Alex Gibney
Εμφανίζονται: Κεν Κήζυ, Τίμοθυ Λήρυ, Νηλ Κάσαντυ, Τζακ Κέρουακ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ κ.ά.


Κανείς δεν ένιωθε να απειλείται στο ελάχιστο.
Ο Κεν πίστευε πραγματικά ότι μπορούσαν
να αλλαχτούν τα πράγματα, η συνείδηση.
Έβλεπε τον εαυτό του
ως απελευθερωτή της γενιάς του,
και το ταξίδι με το λεωφορείο,
το ότι έμπαινε στη Νέα Υόρκη,
το έβλεπε σαν να ήταν ο Ναπολέων
που μπαίνει στο Παρίσι.



Ηνωμένες Πολιτείες, 1964. Καλοβαλμένα σπιτάκια με κουρεμένο γκαζόν, ευημερία, και τα «μικροπροβλήματα» κρυμμένα βολικά κάτω από το χαλί. Εντάξει, την προηγούμενη χρονιά πήγε να γίνει πυρηνικός πόλεμος λόγω Κούβας, και μετά σκοτώθηκε ο Πρόεδρος, αλλά τι να γίνει; Η ζωή συνεχίζεται κι είναι ωραία, το λένε κι οι διαφημίσεις στην καινούρια τηλεόραση!
    Ξαφνικά, στη γωνία εμφανίζεται ένα σχολικό λεωφορείο βαμμένο με παρδαλά χρώματα. Στη θέση του προορισμού γράφει «Παραπέρα». Κατεβαίνουν κάτι αλλόκοτοι τύποι, όλοι ντυμένοι στα χρώματα της σημαίας. Τέτοιο πράγμα δεν έχει ξαναδεί κανείς - ούτε καν στις μεγαλουπόλεις, πόσο μάλλον στην αγροτική ύπαιθρο. Ποιοι είναι; Συστήνονται ως Χαρωποί Φαρσαδόροι και ρωτούν αν υπάρχει φαγητό.
     Κάπως έτσι θ΄ αντιμετωπίζονταν οι Merry Pranksters στο Μαγικό Ταξίδι τους, χρόνια πριν γίνουν οι χίππηδες κοινός τόπος. Ήταν μια παρέα που ζούσε κοινοβιακά στο σπίτι του συγγραφέα Κεν Κήζυ και το 1964 διέσχισαν την καρδιά των ΗΠΑ, προμηνύοντας με τη ζωή και με τη στάση τους τους σπόρους που βλάσταιναν ήδη γρήγορα στο θερμοκήπιο εκείνης της εποχής.

    Ο 29χρονος Κήζυ είχε διακριθεί με τη «Φωλιά του Κούκου» (1962), γνωρίζοντας και εμπορική επιτυχία. Πιο πριν είχε σπουδάσει στο Όρεγκον (με υποτροφία, ως πρωταθλητής στην πάλη) και επί πέντε χρόνια είχε παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής στο Στάνφορντ. Η μποέμικη ζωή του έκανε τους καθηγητές να τον αποκαλούν ευθέως «απειλή για τον πολιτισμό και για τη νηφαλιότητα», αλλά όπως είπε ο ίδιος αργότερα, «Ήμουν πολύ νέος για να είμαι μπήτνικ και πολύ μεγάλος για να γίνω χίππης».
    Την ίδια περίοδο συμμετείχε εθελοντικά ως πειραματόζωο σε μια κλινική έρευνα για ψυχοτρόπους ουσίες (ψιλοκυβίνη, μεσκαλίνη, LSD κ.ά.), η οποία αποδείχτηκε, πολύ αργότερα, ότι διεξαγόταν από τη CIA, στο πλαίσιο του σχεδίου MKULTRA. Η εμπειρία, ωστόσο, ήταν καθοριστική, και στο ορεινό εξοχικό που αγόρασε με την αμοιβή από τη «Φωλιά» διοργάνωνε συχνά τα ψυχεδελικά πάρτυ που ονομάστηκαν Acid Tests, με ζωντανή μουσική των πρώιμων Greatful Dead. Μερικοί τακτικοί θαμώνες αποφάσισαν να τον συνοδέψουν στη Νέα Υόρκη, όπου θα παρουσίαζε το δεύτερο βιβλίο του, και έτσι επιβιβάστηκαν στο «Παραπέρα».
    Η περιπέτεια όλη μαγνητοσκοπήθηκε από τους ίδιους με τρεις κάμερες των 16mm. Kι αν τα επεισόδια θυμίζουν το «Στο Δρόμο» του Κέρουακ, μία αιτία είναι ότι οδηγό στο λεωφορείο είχαν τον αληθινό ήρωα εκείνου του βιβλίου: μορφή εντυπωσιακή και με ακόρεστη όρεξη για ζωή, ο αεικίνητος Νηλ Κάσσαντυ σαγήνεψε τους Pranksters, κι ας είχε σχεδόν τα διπλά τους χρόνια.
Ο πρώην κάτοχος του λεωφορείου είχε εγκαταστήσει κουκέτες, ψυγείο, κουζίνα και τουαλέτα. Αυτοί το έβαψαν με φωτεινά χρώματα, πρόσθεσαν το ηχοσύστημα κι έναν πυργίσκο ανοίγοντας την οροφή, σύνδεσαν πίσω μια πλατφόρμα, για τη γεννήτρια και για μια μοτοσυκλέτα, κι ήταν έτοιμοι.
    Το ταξίδι αφηγείται ο Τομ Γουλφ στο «Electric Kool-Aid Acid Test», ένα από τα καλύτερα δείγματα νέας δημοσιογραφίας: Τέσσερις γυναίκες κι εννιά άντρες ξεκίνησαν 17 Ιουνίου 1964 - και στο πρώτο 24ωρο έκαναν 50 χλμ. Δεν είχαν μακριά μαλλιά ούτε το σήμα της ειρήνης, αλλά διψούσαν να ζήσουν εξω από τα συμβατικά πρότυπα κι είχαν μαζί τους άφθονο LSD (νόμιμο ως το 1966), 500 χάπια μπενζεντρίνης κι ένα κουτί παπουτσιών γεμάτο με τσιγάρα.
    Οι δεκάδες ώρες ταινίας που γυρίστηκαν στη διαδρομή προβάλλονταν συχνά σε μεταγενέστερα acid tests. Όταν ο Κήζυ αποσύρθηκε σ' ένα κτήμα στο Όρεγκον, φύλαξε τα φιλμ στον αχυρώνα του, όπου έμειναν πάνω από 40 χρόνια.
    Τι είναι λοιπόν το Μαγικό Ταξίδι; Γιατί να μας νοιάζουν τα «home movies» μιας τρελοπαρέας; Πρώτ' απ' όλα, υπάρχει ιστορικό ενδιαφέρον, γιατί αποτελούν εκ των έσω ματιά -και πιο αυθεντική δεν γίνεται- στη γένεση μιας τάσης που εξαπλώθηκε και επηρέασε βαθιά την έννοια της ελευθερίας στη Δύση. Έπειτα, γιατί η φωνή του αφηγητή συνδέει τις εικόνες με το γενικό πλαίσιο της εποχής, ώστε να διαφαίνονται κάποια τουλάχιστον από τα υπόγεια ρεύματα που δημιούργησαν όλη την αντικουλτούρα των '60s.
    Ο Άλεξ Γκίμπνευ παρουσιάζει γραμμικά το πυκνό πρωτογενές υλικό. Ο φρενήρης ρυθμός και η ελλειπτική ματιά αρμόζουν στο θέμα και στη διάθεση των «ηρώων». Η ταινία δεν απαιτεί να τους γνωρίζουμε από πριν (αν και αυτό ωφελεί). Ζωντανεύει μία στιγμή όπου η αθωότητα ακόμη δεν έχει χαθεί κι είναι μια σπάνια περίπτωση που βλέπουμε την Ιστορία ενώ γράφεται, από πρωταγωνιστές που δεν το αντιλαμβάνονται καν.



Για τον σκηνοθέτη:

Στα 62 του, σήμερα, ο Άλεξ Γκίμπνεϋ είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους ντοκυμαντερίστες. Αν και πτυχιούχος του Γέηλ, αποφάσισε, όταν είδε τον Εξολοθρευτή Άγγελο, να σπουδάσει κινηματογράφο και από το 1980 γυρίζει αποκλειστικά ταινίες τεκμηρίωσης με κριτική και διεισδυτική ματιά. Καταπιάνεται συχνά με «ευαίσθητα» θέματα της επικαιρότητας, θίγοντας ζητήματα όπως ο ρόλος που παίζουν οι λομπίστες στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ (Casino Jack & the US of Money, 2010), οι εταιρείες κολοσσοί (The Smartest Guys in the Room για την Enron, Steve Jobs: The Man in the Machine για την Apple), αλλά και τα βασανιστήρια που διεξάγουν οι ΗΠΑ διεθνώς (Taxi to the Dark Side, 2007). Πρόσφατα προκάλεσε θόρυβο με το Going Clear: Scientology and the Prison of Belief (2015), ίσως τη μόνη επίθεση κατά της Σαϊεντολογίας, που οι δικηγόροι της δεν κατάφεραν να μπλοκάρουν. Η τελευταία ταινία του (Zero Days, 2016) αφορά τον ιό Stuxnet, που στόχευε το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αλλά εξαπλώθηκε. Επίσης, ο Γκίμπνεϋ έχει γυρίσει ταινίες και για αντισυμβατικούς καλλιτέχνες, όπως ο συγγραφέας Χάντερ Σ. Τόμσον, ο χιουμορίστας τζάζμαν Λορντ Μπάκλεϋ και ο δημιουργός του afrobeat Φελα Κούτι.

5.8.16

Προβολή 5 - 12/8/2016, Rosa Nera, 09:30

Ποιος είναι ο Φέλα Κούτι;

Finding Fela (2014)

Σκην: Alex Gibney
Εμφανίζονται: Φέλα Κούτι, Φέμι Κούτι, Μπιλλ Τ. Τζόουνς, Τόνυ Άλλεν κ.ά.



I be no be gentleman at all!
I be Africa man original
Them call you, make you come chop
You chop small, you say you belly full
You say you be gentleman
You go hungry
You go suffer
You go quench
Me I no be gentleman like that
 




Γεννημένος το 1938 στο Λάγκος της Νιγηρίας ο Φέλα Κούτι πήρε από νωρίς το προσωνύμιο Ανικουλάπο («εκείνος που έχει το θάνατο στο πουγκί του») και το τίμησε, ζώντας άφοβα, ανυποχώρητα και δημιουργικά. Γόνος πλούσιας οικογένειας, πήγε νεαρός στο Λονδίνο για να σπουδάσει. Σύντομα βρήκε στη μουσική το βασικό εκφραστικό του όχημα, και θ' άξιζε σίγουρα μια ταινία, έστω μόνο για την ιδιοφυΐα του ως συνθέτη. Όμως ο Φέλα Κούτι ενσωμάτωσε σε αυτήν το σθένος του και τη μετέτρεψε σε αιχμηρό εργαλείο ανυποταξίας και αντίστασης. Χάρη σε αυτό έγινε κάτι πολύ παραπάνω από σπουδαίος μουσικός: αναδείχτηκε σε αληθινό σύμβολο όχι μόνο στη χώρα του αλλά σε ολόκληρη τη μαύρη Αφρική - και παραμένει, ακόμη και σήμερα.
    Το Finding Fela αξιοποιεί ένα πρωτότυπο εύρημα: περίπου 12 χρόνια μετά το θάνατο του Φέλα, στη Νέα Υόρκη ανεβαίνει ένα μιούζικαλ για τη ζωή του (με ζωντανή μουσική από τους θρυλικούς Antibalas). Ο Άλεξ Γκίμπνευ κινηματογραφεί την παράσταση και χρησιμοποιεί μέρη της για να αποδώσει κάποια επεισόδια από τη ζωή του ήρωά της. Κινούμαστε, λοιπόν, παράλληλα, σε δυο διαφορετικά επίπεδα. Στο ένα παρακολουθούμε εκτενή πλάνα αρχείου, που ξεκινούν από την ιστορία της Νιγηρίας όταν γεννιόταν ο Φέλα, και τον συνοδεύουν ως τα χρόνια της ακμής του, στις δεκαετίες '70 κι '80. Παράλληλα, υπάρχουν αρκετές καλά μονταρισμένες σύγχρονες συνεντεύξεις σημαντικών προσώπων που συνδέθηκαν μαζί του, άλλος στην καλλιτεχνική κι άλλος στην προσωπική του ζωή. Έτσι σχηματίζουμε καλή εικόνα σχετικά με τα γεγονότα που τον σημάδεψαν και συγκεντρώνουμε αρκετά στοιχεία για να κατανοήσουμε τις επιλογές του.
    Αυτά μόνο θ' αρκούσαν για ένα διαφωτιστικό ντοκυμαντέρ. Όμως ο Γκίμπνεϋ έχει κάτι πιο σύνθετο κατά νου. Με τα δραματοποιημένα αποσπάσματα αξιοποιεί την αμεσότητα της σκηνής και φέρνει τον πρωταγωνιστή πιο κοντά μας. Επιπλέον, έχει καταγράψει την προεργασία της θεατρικής παραγωγής και, μέσ' από τους προβληματισμούς των συντελεστών της, αναπτύσσει διεξοδικά, όχι μόνο αυτή την τόσο περίπλοκη προσωπικότητα, αλλά και το πώς μπορεί να εκλαμβάνεται σήμερα, σ' ένα πλαίσιο σαν το δικό μας, που διαφέρει ριζικά από εκείνο στο οποίο δημιουργήθηκε και έδρασε ο Φέλα Κούτι. Το αποτέλεσμα είναι μια πλούσια ταινία που προσεγγίζει πολύπλευρα και κριτικά το θέμα της.
    Ο Φέλα Κούτι γύρισε από το Λονδίνο το 1963 κι έγινε σταδιακά γνωστός παίζοντας highlife, μια μορφή αφρικάνικης ποπ, με τους Koola Lobitos. Όμως το 1969 πήγε στο Λος Άντζελες και, στους δέκα μήνες που πέρασε εκεί, γνώρισε το κίνημα για τη Μαύρη Δύναμη κι απέκτησε νέα θεώρηση για τη ζωή. Παρ' ό,τι ήδη παντρεμένος, πήρε μαζί του στη Νιγηρία την Αμερικανίδα Σάντρα Σμιθ και, ξεκινώντας με την πολυγαμία, άρχισε να εφαρμόζει με ιδιοσυγκρασιακή αντίληψη τις παραδόσεις των Γιορούμπα, που τις ανακάλυπτε στην πράξη και καθ' οδόν.
    Αρχικά ίδρυσε ένα κοινόβιο, που ονομάστηκε Δημοκρατία της Καλακούτα (από την Καλκούττα). Εκεί εγκαταστάθηκαν οι δυο του σύζυγοι, τα παιδιά του, το πολυμελές νέο σχήμα του, οι Afrika '70s, και άλλοι. Έπαιζε τακτικά σ' ένα χώρο, που εκείνες τις βραδιές ονομαζόταν «Αφρικανικός Ναός» (African Shrine). Η μουσική του ερχόταν όλο και πιο κοντά στην τζαζ, με στοιχεία από αφρικανικές γλώσσες ανάμεικτα με αγγλικά, σε τραγούδια που ξεπερνούσαν τα 20 λεπτά. Αλλά οι στίχοι γίνονταν όλο και πιο αιχμηροί, προκαλώντας βίαιες επιδρομές στο κοινόβιο.
    Αντί να υποχωρήσει, ο Φέλα όξυνε τη στάση του. Το 1977 απεικόνισε τα όργανα της χούντας
ως ζόμπι. Ο στρατός εισέβαλλε μαζικά στην Καλακούτα, ξυλοκόπησε όποιον βρήκε εκεί κι έκαψε σχεδόν τα πάντα. Όμως το σημαντικότερο ήταν ότι προκάλεσε το θάνατο της μητέρας του Φέλα, που έμενε ακριβώς απέναντι. Ύστερ' από αυτό, ο πόλεμος ήταν ολομέτωπος. Θα τον θα φυλάκιζαν και θα τον κακοποιούσαν πολλές φορές, αλλά δεν έπαψε ποτέ να κρατά ψηλά το κεφάλι, μετατρέποντας ακόμη και την κηδεία του σε μαζικό συλλαλητήριο.
    Οι σύντροφοί του και τα παιδιά του μιλούν με τη δική τους οπτική, κάποιοι ίσως και με πικρία. Συνθέτουν ένα πρόσωπο πρισματικό, με πλευρές που σ' εμάς ίσως φαίνονται αμφιλεγόμενες - το λιγότερο. Αλλά είναι φανερό ότι δεν παύουν να τον θαυμάζουν. Και είναι φυσικό, αφού παρά τις μόνιμες αντιξοότητες, ο Φέλα συνέχισε να δημιουργεί μια εκπληκτική μουσική, ανυψώνοντας με αυτήν και με τη γενικότερη στάση ζωής του ολόκληρο τον μαύρο λαό.


Για τον σκηνοθέτη:

Στα 62 του, σήμερα, ο Άλεξ Γκίμπνεϋ είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους ντοκυμαντερίστες. Αν και πτυχιούχος του Γέηλ, αποφάσισε, όταν είδε τον Εξολοθρευτή Άγγελο, να σπουδάσει κινηματογράφο και από το 1980 γυρίζει αποκλειστικά ταινίες τεκμηρίωσης με κριτική και διεισδυτική ματιά. Καταπιάνεται συχνά με «ευαίσθητα» θέματα της επικαιρότητας, θίγοντας ζητήματα όπως ο ρόλος που παίζουν οι λομπίστες στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ (Casino Jack & the US of Money, 2010), οι εταιρείες κολοσσοί (The Smartest Guys in the Room για την Enron, Steve Jobs: The Man in the Machine για την Apple), αλλά και τα βασανιστήρια που διεξάγουν οι ΗΠΑ διεθνώς (Taxi to the Dark Side, 2007). Πρόσφατα προκάλεσε θόρυβο με το Going Clear: Scientology and the Prison of Belief (2015), ίσως τη μόνη επίθεση κατά της Σαϊεντολογίας, που οι δικηγόροι της δεν κατάφεραν να μπλοκάρουν. Η τελευταία ταινία του (Zero Days, 2016) αφορά τον ιό Stuxnet, που στόχευε το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αλλά εξαπλώθηκε. Επίσης, ο Γκίμπνεϋ έχει γυρίσει ταινίες και για αντισυμβατικούς καλλιτέχνες, όπως ο συγγραφέας Χάντερ Σ. Τόμσον και ο χιουμορίστας τζάζμαν Λορντ Μπάκλεϋ.

31.7.16

Προβολή 4 - 5/8/2016, Rosa Nera, 9.30

Μαύροι Πάνθηρες, Εμπροσθοφυλακή της Επανάστασης

Black Panthers, Vanguard of the Revolution (1978)

Σκην: Stanley Nelson

Εμφανίζονται: Χιούυ Νιούτον, Μπόμπυ Σηλ,
Έλντριτζ Κλήβερ, Φρεντ Χάμπτον κ.ά


Η επίθεσή μας ήταν ενάντια στο σουπρεματισμό
των λευκών, αλλά κι ενάντια στον καπιταλισμό.
Πιστεύαμε ότι ο καπιταλισμός δημιουργούσε
μια εργατική τάξη που διατηρούνταν
σε απόλυτη  ανέχεια. Κι αυτό ήταν λάθος.
Οπότε πήραμε τη θέση, ότι για να ελευθερωθούμε,
το σύστημα αυτό έπρεπε να καταλυθεί.
Δε γινόταν να είμαστε ελεύθεροι μέσα
στο σύστημα που μας καταπίεζε.






Περίπου 80 χρόνια μετά την κατάργηση της δουλείας στις ΗΠΑ (1865), ένα μικρό ποσοστό μαύρων είχαν καταφέρει να αφομοιωθούν και να νέμοται τα οφέλη των λευκών στα αντίστοιχα κοινωνικά στρώματα. Όμως ακόμη κι αυτοί υφίσταντο τις συνέπειες του φυλετικού διαχωρισμού, που ήταν βέβαια πιο βαριές για όσους είχαν να μάχονται και τη φτώχεια.
    Οι πολλοί μαύροι φαντάροι που γύρισαν από τον Β' Παγκόσμιο, έφεραν μαζί τους το πνεύμα του νικητή. Και καθώς τον ίδιο καιρό τα παιδιά των προνομιούχων σπούδαζαν, δημιουργήθηκε μια γενιά ικανή να θέτει αιτήματα αλλά και με το σθένος να τα υποστηρίζει. Σε όλη τη δεκαετία του '50 το κίνημα για την άρση των φυλετικών διακρίσεων αποκτούσε ολοένα και πιο έντονη δυναμική, μέσα από εκτενείς δράσεις κοινωνικής ανυπακοής. Στον αντίποδα, ωστόσο, υπήρχε βίαιη αντίδραση -λυντσαρίσματα, δολοφονίες- από λευκούς σουπρεματιστές. Η όξυνση έφερνε εκρήξεις, όπως οι μεγάλες ταραχές στο Χάρλεμ (1964) και στο Γουάττς (Λος Άντζελες 1965).
    Εμβληματική μορφή του κινήματος ήταν ο χαρισματικός Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, αλλά η φιλειρηνική προσέγγισή του ωθούσε σε άλλες τάσεις όποιον είχε πιο μαχητικό προφίλ. Η πιο ξεχωριστή από εκείνες ήταν οι Μαύροι Μουσουλμάνοι, υπέρμαχοι ενός ακραίου «μαύρου εθνικισμού». Από αυτούς αναδείχτηκε ο Μάλκολμ Χ, που, αν και σύντομα αποχώρησε, διατήρησε την ελκυστική γι' αρκετούς πολεμική του.
    Το 1965 ψηφίστηκε ο πρώτος νόμος που καταργούσε τις διακρισεις βάσει φυλής, θρησκείας, φύλου κ.λπ.. Όμως την ίδια χρονιά ο Μάλκολμ Χ δολοφονήθηκε (από πρώην ομοϊδεάτες του, αλλά η υπόθεση έχει σκοτεινά σημεία). Σαν σε απάντηση, το 1966 στο Όκλαντ, ο νεαρός δικηγόρος Χιούυ Νιούτον κι ο εργάτης Μπόμπυ Σηλ ίδρυσαν το "Κόμμα Μαύρων Πανθήρων υπέρ της Αυτοάμυνας".Η ταινία σχεδόν παραλείπει τα προηγούμενα, γιατί η ιστορία του Κ.Μ.Π. είναι ήδη πολύ πυκνή για να χωρέσει σ΄ ένα δίωρο. Όμως με πολλά πλάνα αρχείου, οπτικοποιεί τη μαύρη εμπειρία κι εξηγεί τις ανάγκες που έδωσαν ευρεία απήχηση σε μια τόσο αγωνιστική οργάνωση.
    Η αρχή έγινε όταν ο Νιούτον, μελετώντας τη νομοθεσία, διαπίστωσε ότι επέτρεπε, υπό κάποιους όρους την οπλοφορία. Έτσι, οι Μαύροι Οι Μαύροι Πάνθηρες αγόρασαν δυο καραμπίνες (πουλώντας το Κόκκινο Βιβλιαράκι σε φοιτητές) και οργάνωσαν περιπόλους στις μαύρες γειτονιές, επαγρυπνώντας για περιστατικά αστυνομικής βίας. Σύντομα, κατέληξαν σε μία στολή -μαύρο παντελόνι, δερμάτινο μπουφάν και μαύρος μπερές- και καλλιέργησαν την εικόνα στρατού.
    Η πρώτη εντυπωσιακή εμφάνιση έγινε σύντομα, όταν 26 ένοπλοι διέκοψαν τις εργασίες της Βουλής της Καλιφόρνιας, προκαλώντας σάλο στα ΜΜΕ. Όμως το FBI έλαβε τα μέτρα του και,  Αύγουστο του 1967, εγκαινίασε την COINTELPRO, με στόχο να υπονομεύσει, με οποιοδήποτε μέσο, κάθε μορφή ακτιβισμού, λευκών και μαύρων.
    Στα τέλη Οκτωβρίου 1967 ο Νιούτον καταδικάστηκε για φόνο αστυνομικού, αλλά το ΚΜΠ δεν κάμφθηκε. Αντίθετα, με την εκστρατεία «Λευτεριά στον Χιούυ» κέρδισε νέα μέλη. Όταν το 1968 δολοφονήθηκε κι ο Μ.Λ. Κινγκ, τα παραρτήματα άρχισαν να ξεφυτρώνουν παντού στις ΗΠΑ.
    Από νωρίς ήταν ορατή η παρουσία αντιμαχόμενων ομάδων. Κάποιοι ζητούσαν την άμεση βελτίωση των συνθηκών ζωής με κοινωνικές δράσεις - πρόγευμα στα παιδιά, προγράμματα υγείας κ.ο.κ.. Άλλοι, όπως ο Έλντριτζ Κλήβερ, απαιτούσαν προσήλωση σε ρητά αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Και σαν να μην αρκούσε η εγγενής διαμάχη, το FBI φύτευε προβοκάτορες και χαφιέδες που έκαναν ακόμη πιο περίπλοκη την κατάσταση. Έτσι, ως το 1970, αρκετά ηγετικά στελέχη είχαν δολοφονηθεί ή φυλακιστεί με διάφορα προσχήματα, και ο Κλήβερ αναγκάστηκε να διαφύγει στην Αλγερία.
    Όμως ήδη, στα λίγα αυτά χρόνια είχε επέλθει με την επιρροή του Κ.Μ.Π. ριζική μεταβολή στη μαύρη συνείδηση, ορατή σε κάθε τομέα της καθημερινότητας. Επίσης, άλλαξε και η θέση των μαύρων γυναικών (που αποτελούσαν >50% των μελών). Ωστόσο, οι δυσκολίες πλήθαιναν, και η ρήξη Νιούτον-Κλήβερ έφερε διχασμό, μαζικές αποχωρήσεις, και τελικά την παρακμή.
    Ο σκηνοθέτης αφήνει τα πρόσωπα να μιλούν όχι μόνο για τις εμπειρίες αλλά και για τις πολιτικές θέσεις τους. Το Κ.Μ.Π. αναδεικνύεται ως οργάνωση με συμπαγές θεωρητικό υπόβαθρο, έστω κι αν προπαγάνδα της COINTELPRO θέλησε να το δυσφημίσει, αξιοποιώντας και τα μετέπειτα δραματικά γεγονότα της ζωής του Νιούτον. Όλοι, ανεξάρτητα από τις διαφωνίες τους ή και από την κατάληξη, είναι περήφανοι για τη συμμετοχή τους. Και στο βαθμό που μια ταινία μπορεί να συνοψίσει ένα τόσο σύνθετο φαινόμενο, ο Νέλσον το πετυχαίνει, με μια γρήγορη, πυκνή και μοντέρνα αφήγηση, που καλύπτει συναρπαστικά όλα τα κομβικά σημεία.



Για τον σκηνοθέτη:

Γεννημένος το 1951, ο ντοκυμαντερίστας Στάνλεϋ Νέλσον ασχολείται εκτενώς, αλλά όχι αποκλειστικά, με θέματα της μαύρης κοινότητας. Μαθήτευσε πολλά χρόνια κοντά στον Γουίλλιαμ Γκρηβς και γύρισε την πρώτη του ταινία μόλις το 1989, με θέμα την ακτιβίστρια και πρώτη αυτοδημιούργητη μαύρη εκατομμυριούχο Σι Τζέι Γουόκερ. Έχει υπογράψει εξαιρετικές ταινίες τεκμηρίωσης για ιστορικά φαινόμενα ή πρόσωπα, με πιο ξεχωριστές τις The Black Press: Soldiers Without Swords (1999), Marcus Garvey: Look for Me in the Whirlwind (2000), The Murder of Emmett Till (2003) και Freedom Riders (2010). Όμως, κατά παράδοξο ίσως τρόπο, οι πιο συγκλονιστικές ταινίες του αφορούν σε θέματα εξωτερικά προς την κοινότητά του. Είναι το 7,5 ωρών We Shall Remain (σε πέντε μέρη, 2009), με θέμα τους Ινδιάνους της Βόρειας Αμερικής από το 17ο αι. ως σήμερα, και κυρίως το Jonestown: The Life and Death of Peoples Temple (2006), σχετικά με τον ιεροκήρυκα Τζιμ Τζόουνς, που ώθησε τελικά 900 ανθρώπους σε μαζική αυτοκτονία. Ο Νέλσον, επίσης, έχει ιδρύσει την εταιρεία Firelight Media που προσφέρει εκπαίδευση και τεχνική υποστήριξη σε εκκολαπτόμενους ντοκυμαντερίστες.

27.7.16

Προβολή 3 - 29/7/2016, Rosa Nera, 9:30

- Νύχτα Στριφογυρίζουμε και η Φωτιά μάς Καίει
- Σχετικά με το πέρασμα μερικών προσώπων μέσα από μια αρκετά σύντομη ενότητα χρόνου

Ιn Girum Imus Nocte Et Consumimur Igni (95', 1978)

Sur le passage de quelques personnes à travers une assez courte unité de temps (19', 1959)

Σκην: Guy Debord

Αυτή εδώ, φέρ' ειπείν, είναι μια ταινία,
όπου δεν λέω παρά μονάχα αλήθειες, με φόντο

εικόνες που είναι όλες κενές σημασίας ή ψευδείς.
Μία ταινία που περιφρονεί τη σκόνη των εικόνων
που την απαρτίζουν. Δεν θέλω να διατηρήσω τίποτε

από τη γλώσσα αυτής της παρωχημένης τέχνης,
πλην ίσως ενός "πλάνου από απέναντι"
του μόνου κόσμου που κοίταξε η τέχνη αυτή
κι ένα πανοραμικό στις περαστικές ιδέες
μιας εποχής.





Οι δυο ταινίες αυτού του προγράμματος, γυρισμένες με απόσταση είκοσι περίπου χρόνων μεταξύ τους, μιλούν για τη δράση και για τη σκέψη ενός κύκλου ανθρώπων που άρχισαν να δραστηριοποιούνται στο Παρίσι στη δεκαετία του 1950. Συχνά αναφέρονται ως σιτουασιονιστές ή καταστασιακοί, αλλά οι ίδιοι δεν αυτοχαρακτηρίζονταν με τον όρο αυτόν (ή με κάποιον άλλον) και ποτέ δεν ακούμε τον Γκυ Ντεμπόρ να τους αποκαλεί κατ' όνομα.
    Ο κύκλος αυτός εκφράστηκε συλλογικά μέσα από τη δράση της Λετριστικής κι έπειτα της Καταστασιακής Διεθνούς, και ατομικά, με άξονα το πώς βίωναν την καθημερινότητα. Όπως είναι φανερό ήδη στην πρώτη ταινία, του 1959,  ο Ντεμπόρ δεν διαχώριζε αυτούς που είχαν θεωρητικό ή καλλιτεχνικό έργο από εκείνους που βίωναν ανεπεξέργαστα τη ζωή. Οι περισσότεροι ήταν νεαρά αγόρια ακόμη, με κορίτσια λιγοστά ανάμεσά τους. Ορισμένοι τους βλέπουν ως γαλλική εκδοχή των Beat, λόγω της άρνησής τους να αποδεχτούν τα κοινωνικά πρότυπα και της ροπής τους στον συβαριτισμό. Όμως διέφεραν από εκείνους στο ότι αρνούνταν ολοκληρωτικά την πνευματικότητα, αντίθετα επέμεναν στη δημιουργία καταστάσεων, δηλαδή συνειδητά βιωμένων στιγμών που ανέτρεπαν τα τετριμμένα της καθημερινότητας. Μετά τη σύσταση της Κ.Δ. (1957) προσηλώθηκαν στην πολιτική κριτική της κοινωνίας, εκσυγχρονίζοντας και εμπλουτίζοντας το μαρξιστικό τους υπόβαθρο με ιδέες και με εργαλεία κριτικής ανάλυσης που θα ξεπερνούσαν τα όρια του κύκλου τους.

    Στο Σχετικά με το Πέρασμα... ο 28χρονος Ντεμπόρ μιλά γι' αυτή την πρώτη περίοδο. Μερικές φωτογραφίες φίλων (Κολλέτ Γκαιγιάρ, Μισέλ Μπερνστάιν, Άσγκερ Γιορν, Ιβάν Στσεγκλόφ), «στημένες» σκηνές σε μπαράκια, αλλά και τα επίκαιρα της εποχής, ζωντανεύουν το περιβάλλον. Τρεις φωνές γεμάτες συγκινησιακό φορτίο μιλούν πάντα με το «αυτοί» για συντρόφους -στη σκέψη, στο ποτό, στον έρωτα-, χωρίς να κατονομάζουν κανένα, σαν να μην είχε σημασία αν έγραψαν το όνομά τους στην Ιστορία ή μόνο στη μνήμη του Ντεμπόρ. Όμως από τη σκοπιά του κινηματογράφου, τα αφηρημένα πλάνα της πόλης, έρημης ή με κόσμο, προμηνύουν τη γένεση μιας νέας, σχεδόν ανθρωπολογικής εκδοχή του. Το μόνο παράξενο ίσως είναι ότι, παρά το θέμα και τη στάση, ακούγεται εδώ κλασική μουσική.

    Το In Girum... μ' όλο που έχει ομοιότητες, είναι πολύ διαφορετική ταινία. Έχουν μεσολαβήσει πολλά. Η Κ.Δ. είχε διαλυθεί οριστικά  το 1972, αφού όμως επέδρασε καταλυτικά  στο γαλλικό Μάη και στη νεότερη σκέψη, ακόμη και  των επικριτών της. Ιδέες όπως η ψυχογεωγραφία και η ενιαία πολεοδομία, μέθοδοι όπως η εκτροπή (détournement) και η περιπλάνηση (dérive) επινοήθηκαν και υλοποιήθηκαν στους κόλπους της. Αλλά, κυρίως, τα γραπτά του Ντεμπόρ, του Βανεγκέμ, του Σαγκουινέτι και άλλων, πρόσφεραν μια συμπαγή και συστηματική θεώρηση της νέας κοινωνίας. Προεκτείνοντας τη θεωρία της αποξένωσης, μιλώντας για την εμπορευματοποίηση και εισάγοντάς μας στην «κοινωνία του θεάματος», τα μέλη της Κ.Δ. δημιούργησαν ριζοσπαστικές οπτικές για την κατανόηση του σύγχρονου κόσμου και για την ανατροπή του.
    Πάνω στις εμπειρίες που είχαν προηγηθεί, ο Ντεμπόρ αναπτύσσει ένα οπτικό δοκίμιο, με σημείο αναφοράς την καρκινική φράση του τίτλου (που αποδίδεται στον Βιργίλιο και συγκρίνει τους ήρωές του με τις νυχτοπεταλούδες). Το πρώτο του μέλημα είναι να επιτεθεί σφοδρά στο κοινό του κινηματογράφου, εκθέτοντάς το ως υποχείριο της εμπορευματικής κοινωνίας. Στην περιγραφή αυτή συνοψίζει και τη συνολική του κριτική για την παρακμή της ύπαρξης, που έχει καταντήσει ομοίωμα του εαυτού της.
    Έπειτα, περνά σ' ένα εγκώμιο/λίβελλο για το Παρίσι, της «πρωτεύουσα της αναταραχής», όπως ήταν άλλοτε, όπως είναι πια. Κι αφού θέσει το πλαίσιο, αναφέρεται στο δικό του κύκλο και στη δράση του, όμως αφηρημένα, χωρίς γεγονότα και περιστατικά. Πλέον, χρησιμοποιεί πολύ το «εγώ», και μπορεί κανείς να του προσάψει έπαρση ή και δογματισμό, καθώς φαίνεται να μιλά σαν στρατάρχης. Αλλά έχει αποφασίσει ότι κάνει απολογισμό κι όχι απολογία.
    Μεγάλο μέρος της ταινίας βασίζεται σε προϋπάρχον οπτικό υλικό -διαφημίσεις, αποσπάσματα από ταινίες κ.ο.κ.- που ο Ντεμπόρ το εκτρέπει κατά το δοκούν. Χρησιμοποιεί επίσης ως φόντο χάρτες, αεροφωτογραφίες του Παρισιού και της Φλωρεντίας, κομμάτια από δικές του ταινίες, ακόμη και μια κατάμαυρη αμόρσα σε μία σεκάνς. Γι' άνθρωπος που διατρανώνει ότι «Ο κινηματογράφος πρέπει να καταστραφεί» δείχνει παράδοξο ενδιαφέρον να τον ανανεώσει με στοιχεία που θεωρεί ανατρεπτικά (αν και πλέον το 1978 οι επίγονοί του και άλλοι τον έχουν υπερβεί σε αυτό). Ανεξάρτητα από τη γνώμη που έχει ή που διαμορφώνει κανείς για τον Ντεμπόρ, το In Girum... παρέχει μια ικανοποιητική -αλλά και απαιτητική- εισαγωγή στο έργο και στο ύφος του, μια αποτύπωση της στιγμής ακέραια κομμένη από το σώμα του χρόνου.


Αναφορικά με τον υποτιτλισμό

    Η μετάφραση του Sur le Passage... είναι πρωτότυπη. Έγινε το 2009, με αφορμή ένα αφιέρωμα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, και ξαναδουλεύτηκε εξ αρχής για την προβολή αυτήν.
    Στο In Girum..., αντίθετα, ο υποτιτλισμός ξεκίνησε πάνω σ' ένα χρονισμένο κείμενο που κυκλοφορεί ανυπόγραφο, με τη σημείωση ότι μεταφέρει τη μετάφραση του Πάνου Τσαχαγέα για τον Ελεύθερο Τύπο. Στο κείμενο αυτό, έπειτα από αντιπαραβολή με το γαλλικό πρωτότυπο και με τη νεότερη -και ομολογουμένως αρκετά ελεύθερη- απόδοση του Κen Knabb για την αγγλική έκδοση σε DVD, έγιναν σημαντικές παρεμβάσεις. Επίσης, προστέθηκαν υπότιτλοι σε όλα τα ένθετα αποσπάσματα από ταινίες, κόμικ κ.λπ., καθώς και κάποιες σημειώσεις για τα παραθέματα που προέρχονται από βιβλία. Η ευθύνη για τυχόν λάθη βαρύνει το cineTAZ.


Για τον σκηνοθέτη:

Ο Γκυ Ντεμπόρ γεννήθηκε το 1931. Αναμείχθηκε στον κύκλο των λεττριστών και γύρισε το Ουρλιαχτά για Χάρη του ντε Σαντ, το 1952. Η ταινία είχε έντονα στοιχεία πειραματισμού, όπως μεγάλες σεκάνς με λευκό χρώμα και με απαγγελία ή μαύρες σεκάνς με απόλυτη σιωπή.
Επηρεασμένος από την ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, σύντομα διαφώνησε με την απολίτικη τέχνη και κατέληξε να ιδρύσει με άλλους την Καταστασιακή Διεθνή (1957). Γύρισε συνολικά έξι ταινίες που χαρακτηρίζονται από παρόμοια στοιχεία και αποτελούν προέκταση ή άμεση παρουσίαση του συγγραφικού του έργου. Αξιοποιεί επίσης συχνά την τεχνική της εκτροπής (détournement), με την οποία οικειοποιείται προϋπάρχουσες ματιέρες και τις χρησιμοποιεί αλλοιώνοντας  την αρχική σημασία τους.
    Ως συγγραφέας ο Ντεμπόρ είναι περισσότερο γνωστός για το έργο του «Η κοινωνία του Θεάματος», μια κριτική προσέγγιση της σύγχρονης πραγματικότητας. Με αυτό ήταν από τους πρώτους που υποστήριξε θεωρητικά τη θέση ότι η εμπορευματική κοινωνία αλλοτριώνει την ανθρώπινη ύπαρξη και υπονομεύει την κοινωνική συνοχή, ώστε να καθιστά ευκολότερο τον έλεγχο και την υποταγή.
   Ο Γκυ Ντεμπόρ αυτοπυροβολήθηκε και πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1984.

18.7.16

Προβολή 2 - 22/7/2016, Rosa Nera, 9:30

Ο Χορός της Πραγματικότητας

La Danza de la Realidad, 133΄ (2013)

Σκην: Alejandro Jodorowsky   
Εμφανίζονται: Βρόντις Χοδορόφσκι, Πάμελα Φλόρες κ.ά

Να νιώθεις την απόσταση από το παρελθόν
Να προσγειώνεσαι στο σώμα του ενήλικου
Να φέρεις το άχθος των χρόνων της οδύνης

Μα στην καρδιά, να κρατάς το παιδί
Σαν ζωντανό αντίδωρο
Σαν άσπρο καναρίνι
Σαν διαμάντι πολύτιμο

Σαν μια ενάργεια δίχως τοίχους, 
με πόρτες και παράθυρα ορθάνοιχτα
να περνά ο άνεμος
Μόνο ο άνεμος
Ο άνεμος και μόνο...


Για να αρχίσουμε ανάποδα, μ' ένα σπόιλερ από την προβολή της επόμενης εβδομάδας, το 1959 ο Γκυ Ντεμπόρ έλεγε για τον κινηματογράφο,  «Τι μας νοιάζει εμάς αν θα χειραφετηθεί άλλη μια τέχνη, για να μπορεί κάθε τυχαίος να εκφράζει χαρωπά τη δουλικότητά του; Το μόνο ενδιαφέρον εγχείρημα είναι η χειραφέτηση της καθημερινής ζωής». Όμως την ίδια εποχή στο Παρίσι ολοκλήρωνε τη μαθητεία του ένας Χιλιανός, που μετέτρεψε όλη την τέχνη του σε Ζωή κι όλη τη ζωή του σε Τέχνη. Το σύνολο του έργου του θα μπορούσε να ειδωθεί σαν ένσταση, τουλάχιστον, ότι αυτή η θεώρηση του κινηματογράφου ίσως ήταν περιορισμένη.
    Ο Αλεχάνδρο Χοδορόβσκυ γεννήθηκε το 1929 στην κωμόπολη Τοκοπίγια, γόνος εβραίων από την Ουκρανία. Μεγαλώνοντας ως ξένος, βρήκε διέξοδο στο διάβασμα, στην εσωτερικότητα και στη φαντασία. Έφηβος στο Σαντιάγκο, άρχισε σπουδές φιλοσοφίας και ψυχολογίας και καταπιάστηκε με τον αναρχισμό, αλλά παράτησε τη σχολή για να γίνει κλόουν και μίμος. Στα 18 του είχε φτιάξει δικό του θίασο και στα 24 έφυγε μόνος για το Παρίσι.
    Εκεί έγινε συμφοιτητής του Μαρσέλ Μαρσώ και σύντομα έγραφε σκετς γι' αυτόν. Όμως τα ενδιαφέροντά του ήταν ευρύτερα και το 1957 κέρδισε το θαυμασμό του Κοκτώ για τη μικρού μήκους ταινία Τα Μεταθέσιμα Κεφάλια, με βάση μια νουβέλα του Τόμας Μανν. Το 1960 εγκαταστάθηκε στην Πόλη του Μεξικού, αλλά πήγαινε συχνά στο Παρίσι, όπου το 1962 «ίδρυσε» με τον Φρανθίσκο Αρραμπάλ και με τον Ρολάν Τοπόρ το «Πανικό Κίνημα», εμπνευσμένο από τον Πάνα και από τις ιδέες που οδήγησαν στο θέατρο του παραλόγου. Από αυτή την περίοδο ας κρατήσουμε ότι οι Πανικοί χλεύαζαν όποιον τους έπαιρνε στα σοβαρά - και ο Χοδορόβσκυ ως σήμερα τρολάρει στις ταινίες του εχθρούς και φίλους που τον βλέπουν μονοδιάστατα.
    Στο Μεξικό παρουσίασε τα κόμικ Anibal 5 και Πανικοί Θρύλοι, ενώ ετοίμαζε την ταινία Φάντο και Λις, που προκάλεσε επεισόδια στην πρώτη προβολή της το 1968 και τελικά απαγορεύτηκε. Παράλληλα, έχοντας ασχοληθεί ήδη με τους γηγενείς σαμάνους και με τους αλχημιστές, γνώρισε τον Ιάπωνα μοναχό Έτζο Τάκτα και το ζεν. Την εποχή που ο Τιμ Λήρυ μιλούσε για τη διεύρυνση της συνείδησης μέσω των ψυχεδελικών και που ο Τέρενς ΜακΚέννα ξεκινούσε για την Αμαζονία, ο Χοδορόβσκυ μυήθηκε από τον Βολιβιανό Όσκαρ Ιτσάσο και θέλησε να επιφέρει το ίδιο βίωμα μέσω της οθόνης. Με ελάχιστα μέσα ολοκλήρωσε το παραληρηματικό El Topo (O Τυφλοπόντικας), ένα γουέστερν γεμάτο αναφορές στη μεταφυσική και στο μύθο της Ανάστασης. «Όταν δημιουργείς μια ψυχεδελική ταινία», έλεγε, «ο σκοπός δεν είναι να δείξεις τα οράματα εκείνου που παίρνει το χάπι, αλλά να φτιάξεις το χάπι».
    Το El Topo παιζόταν επί μήνες μεταμεσονύκτια στη Νέα Υόρκη, και ο Τζων Λέννον έπεισε τον διευθυντή της εταιρείας των Beatles να βάλει 1 εκ. δολάρια στην επόμενη ταινία του. Το Ιερό Βουνό (1973) προεκτείνει ακόμη πιο πέρα το μεταφυσικό τριπ, καθώς οι πρωταγωνιστές έχουν στόχο να διώξουν τον Θεό και να γίνουν αθάνατοι. Όμως για ορισμένους, η ταινία αποτελεί βιωματική εφαρμογή του ψυχοσαμανισμού, μιας θεραπευτικής πρακτικής που εισηγήθηκε ο Χοδορόβσκυ, η οποία καλεί το άτομο να εμπλακεί σε συμβολικές πράξεις/καταστάσεις, προκειμένου να επιλύσει τις μη λογικές, εσωτερικές αντινομίες του.
     Λίγο μετά, ο σκηνοθέτης ήρθε σε ρήξη με τον παραγωγό (γιατί αρνήθηκε πεισματικά να γυρίσει την Ιστορία της Ο), και οι δύο αυτές ταινίες θα έμεναν πάνω από 30 χρόνια εκτός επίσημης κυκλοφορίας. Το 1975 ο Χοδορόβσκυ προσπάθησε να μεταφέρει στον κινηματογράφο το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας Ντιουν, με τον Σαλβαδόρ Νταλί στο ρόλο του Σαντάμ Δ' και με τον Όρσον Γουέλλς ως Χαρκόννεν. Τη μουσική θα έγραφαν οι Pink Floyd, οι Magma και ο Στοκχάουζεν, ενώ τη σκηνογραφία είχαν αναλάβει ο Χ.Ρ. Γκίγκερ και ο Μέμπιους. Ήταν ένα επικό εγχείρημα που απέτυχε (εξιστορείται διεξοδικά στο ντοκυμαντέρ Jodorowsky's Dune του Φρανκ Πάβιτς), και ο σκηνοθέτης αποσύρθηκε από τα πλατώ, με εξαίρεση το απλοϊκό Tusk (Χαυλιόδοντας, 1980) που ίσως το ανέλαβε για την ευκαιρία να βρεθεί στην Ινδία. Στράφηκε στα κόμικ και παρουσίασε τις θρυλικές τριλογίες Ινκάλ (με εικονογράφηση Μέμπιους) και Μεταβαρόνοι (με τον Χουάν Χιμένες).
    Στη μεγάλη οθόνη επανήλθε το 1989, με το φαντασμαγορικό Santa Sangre, την πρώτη βατή ταινία του, που όμως ενσωματώνει ακέραιη την ποιητική του, ανακατεύοντας μαεστρικά τους κώδικες της «υψηλής» αισθητικής με τον λαϊκό σουρεαλισμό του Μεξικού. Μπορεί οι λέξεις παιδικά ψυχικά τραύματα, αίμα, φρίκη, πάθος, θάνατος, έρωτας, τρέλα να είναι κλισέ και αδρανοποιημένες, αλλά εδώ ξαναποκτούν υπόσταση, χάρη στο γνήσιο συναίσθημα. Ήταν αρκετό για να του ανοίξει τις πόρτες του Χόλλυγουντ, όμως τις έκλεισε πάλι ο ίδιος, όταν αποκήρυξε δημόσια την επόμενη ταινία του (The Rainbow Thief) για τις παρεμβάσεις που δέχτηκε.



Για την ταινία

    Ο Χορός της Πραγματικότητας προβλήθηκε το 2013. Αν και αντλεί από τα βιώματά του, δεν είναι αυτοβιογραφία, αλλά μάλλον ανάπλαση της παιδικής ηλικίας και των μύθων που αυτή κατασκευάζει. Με την καρδιά παιδιού, που αγαπά κι ας μην αγαπιέται, αναπολεί δραματικά όσα έζησε, ως άτομο και ως μέλος οικογένειας, κοινότητας, χώρας. Αισθάνεται πως χάρη στις εμπειρίες αυτές, καλές ή κακές, είναι ικανός στα 84 για ένα έργο-παιχνίδι, που μαγεύει, σοκάρει, συγκινεί, αλλά και προβοκάρει ανελέητα τις ευαισθησίες του θεατή. Κι αν ο χρόνος για τον Αλεχανδρίτο είναι σαν να μην κυλάει, αφού δεν μεγαλώνει, αιτία ίσως είναι ότι  ο Χοδορόβσκυ κράτησε πάντα ζωντανό το παιδί μέσα του - βλέπει με δέος  και μεταδίδει δέος. Το πόσο ταύτισε τη ζωή με την τέχνη είναι ορατό όχι μόνο στα ίδια
στα έργα του, αλλά και στο πώς ο άμεσος κύκλος του εμπλέκεται ενεργά στις ταινίες του και κάνει πράξη στη ζωή τις ιδέες του: το όραμά του έγινε κοινή πραγματικότητα για το περιβάλλον του. Και επειδή το παιδί μέσα του έχει ακόμη κέφι για παιχνίδι, το 2016 γύρισε τη συνέχεια, με τίτλο Ποίηση Χωρίς Τέλος (Poesia Sin Fin).
    ...Και δίνει μια άλλη γνώμη για τον κινηματογράφο: «Για μένα είναι ιερός, πρέπει να υπηρετεί κάποιο σκοπό, να μας ανοίγει τη συνείδηση, να μας ενώνει, για να σώσουμε τον κόσμο. Βέβαια, δεν μπορούμε να σώσουμε τον κόσμο. Αλλά μπορούμε να αρχίσουμε να τον σώζουμε».

13.7.16

Προβολή 1 - 15/7/2016, Rosa Nera, 9:30

 

Μουμία: Επαναστάτης Μεγάλων Αποστάσεων



Long Distance Revolutionary:  A Journey with Mumia Abu-Jamal, 120΄ (2012)
Σκην: Stephen Vittoria   
Εμφανίζονται: Άντζελα Ντέιβις, Ταρίκ Άλι, Ντικ Γκρέγκορυ, Έιμυ Γκούντμαν κ.ά.


«Η συμβατική σοφία θα έκανε τον καθένα να πιστέψει πως είναι παραφροσύνη ν' αντισταθείς σ' αυτήν εδώ, την ισχυρότερη των αυτοκρατοριών... Μα ένα, κατά βάθος, διδάσκει η Ιστορία, πως οι σημερινές αυτοκρατορίες είναι οι αυριανές στάχτες, πως τίποτε δεν διαρκεί για πάντα και πως το να μην αντιστέκεσαι ισοδυναμεί με το να συναινείς στην καταπίεσή σου».


    Η περίπτωση του Μουμία Αμπού Τζαμάλ αποτελεί μια από τις πιο πολυσυζητημένες και αμφιλεγόμενες στα δικαστικά χρονικά των ΗΠΑ. Για το νομικό καθεστώς και για τους συντηρητικούς είναι απλώς ένας "διαβόητος δολοφόνος" που καταδικάστηκε σε θάνατο για φόνο αστυνομικού το 1981. Για πολλούς άλλους είναι θύμα προκατάληψης ή και συνωμοσίας. Και στην υπόθεση αυτή η αλήθεια δεν μπορεί να βρίσκεται "κάπου στη μέση".
    Αρχίζοντας με το πλαίσιο που εν μέρει παραλείπεται από την ταινία ως μάλλον γνωστό στον Αμερικανό θεατή, η ιστορία του Μουμία εκτυλίσσεται στη Φιλαδέλφεια, τη μεγαλύτερη πόλη της Πεννσυλβανίας, σχεδόν στα μισά ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσινγκτον. Ήταν παραδοσιακά η 4η-5η πόλη της χώρας και το 1980 είχε πληθυσμό 1,5 εκατ. που αποτελούνταν από περίπου 50% λευκούς και 40% μαύρους, χωρίς βέβαια να υπάρχει αντίστοιχη κατανομή ως προς τον πλούτο και τις ευκαιρίες. Αναμενόμενα, ήταν από τα βιαιότερα αστικά κέντρα των ΗΠΑ, αλλά και έδρα έντονα πολιτικοποιημένων ομάδων της μαύρης κοινότητας. Μόλις τρία χρόνια πριν από τη δίκη του Μουμία, η αστυνομία είχε πολιορκήσει επί μήνες το κοινόβιο του κινήματος ΜΟVE, πριν τελικά επιχειρήσει μια αιματηρή εισβολή με ανταλλαγή πυρών, τραυματισμούς και ένα θάνατο.
    Στο περιβάλλον αυτό, λοιπόν, ο γεννημένος το 1954 Μουμία αναμίχθηκε από έφηβος στη δράση των Μαύρων Πανθήρων κι όταν επέστρεψε στο σχολείο, αποβλήθηκε για διανομή "εμπρηστικών" προκηρύξεων. Μελετηρός αλλά και περπατημένος, στα 19 του είχε πιάσει δουλειά ως ρεπόρτερ ραδιοσταθμών και κάλυπτε θέματα που ήταν απρόσιτα, αν όχι και αδιάφορα, για τους λευκούς συναδέλφους του. Μετέπειτα γνωστός ως «η φωνή των άφωνων», προκάλεσε θόρυβο με τα ρεπορτάζ του για τη δίκη των μελών της MOVE.
    Έχοντας ήδη δύο παιδιά από προηγούμενους γάμους, για να αυξήσει τα έσοδά του κατέφυγε στη μόνιμη λύση για τους μαύρους που ήθελαν μεροκάματο: έγινε ταξιτζής - με άδεια οπλοφορίας, όπως ήταν λογικό σε τέτοια πόλη. Τα χαράματα της 9ης Δεκεμβρίου 1981 βρέθηκε βαριά τραυματισμένος, κοντά σ' ένα νεκρό αστυνομικό. Το όπλο του ήταν σχεδόν άδειο, αλλά δεν έγινε βαλλιστική εξέταση. Αυτή ήταν μία μόνο από τις απίθανες παρατυπίες που βγήκαν μετέπειτα στο φως σχετικά με τη δίκη του, ενώ έχουν επισημανθεί αρκετά κενά και αντιφάσεις στις καταθέσεις των μαρτύρων. Είναι ενδεικτικό ότι από τους 35 αστυνομικούς που ασχολήθηκαν με την υπόθεσή του, οι 15 καταδικάστηκαν αργότερα για παραποίηση στοιχείων σε πλήθος υποθέσεων. Όμως ο σκηνοθέτης δεν εστιάζει ιδιαίτερα στο αστυνομικό σκέλος της υπόθεσης ούτε προσπαθεί να την επανεκδικάσει. Τον ενδιαφέρει περισσότερο να αναδείξει το κλίμα στο οποίο έδρασε ο Μουμία, την προσωπικότητά του, και γιατί μπορεί να ήταν στόχος.
    Τον καιρό της δίκης ο Μουμία ήταν άσημος και δεν είχε ιδιαίτερη υποστήριξη. Μετά την καταδίκη του σε θάνατο, και χάρη στις δικές του προσπάθειες, η υπόθεσή του άρχισε να τραβά το ενδιαφέρον των ακτιβιστών αλλά και των ΜΜΕ. Καθώς γίνονταν γνωστές οι παλαιότερες ενέργειες της COINTELPRO, ενός προγράμματος του FBI για τη σπίλωση και/ή για την εξουδετέρωση ακτιβιστών όπως τα μέλη των Μαύρων Πανθήρων, δημιουργήθηκε στην κοινή γνώμη ένα ρεύμα που τον είδε ως θύμα συνομωσίας. Η υποστήριξη προς το πρόσωπό του άρχισε να ξεπερνά κατά πολύ την κοινότητα στην οποία ανήκε.
    Το ντοκυμαντέρ του Στήβεν Βιττόρια εστιάζει κυρίως στα όσα ακολούθησαν τη φυλάκισή του. Ο Μουμία, αντί να υποκύψει νοητικά στην πτέρυγα για τους θανατοποινίτες, μετέτρεψε σε πλεονέκτημα την απομόνωση της φυλακής και, παρά τις αντιξοότητες που περιγράφονται διεξοδικά, άρχισε να ασχολείται ενεργά, όχι μόνο με το δικαστικό σκέλος της υπόθεσής του, αλλά και με τα κοινά. Ως αρθρογράφος, συγγραφέας και παραγωγός ραδιοφώνου, δεν έπαψε να έχει τακτική παρουσία και λόγο για τα σύγχρονα ζητήματα, σε σημείο ώστε η Πολιτεία να αλλάξει φωτογραφικά τη νομοθεσία για να τον φιμώσει - χωρίς να τα καταφέρει. Παράλληλα, μαχόταν με το δικαστικό σύστημα κατά της εκτέλεσής του και, το 2011, στα 30 χρόνια από τον εγκλεισμό του, κατάφερε τελικά να μετατραπεί η ποινή του σε ισόβια. Το 2012 του επιτράπηκε να αναμιχθεί με το γενικό πληθυσμό των φυλακών.

    Σκόρπια κείμενα του Μουμία έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε διάφορα ελληνικά έντυπα. Τα πιο εκτενή έργα του, όμως, δεν έχουν μεταφραστεί. Ανάμεσά τους:

    - Death Blossoms: Reflections from a Prisoner of Conscience

    - All Things Censored

    - Faith Of Our Fathers: An Examination Of The Spiritual Life Of African And African-American People

    - We Want Freedom: A Life In The Black Panther Party




Για τον σκηνοθέτη:


Ο Στήβεν Βιττόρια κερδίζει τα προς το ζην από το μοντάζ, διατηρώντας τη σκηνοθεσία ως πιο προσωπική και δημιουργική δραστηριότητα. Έτσι, αν και πρωτοεμφανίζεται το 1988, έχει υπογράψει μόλις έξι ταινίες σε 25 χρόνια. Οι δύο πρώτες ήταν ανεξάρτητες παραγωγές μυθοπλασίας, που έθιγαν το θέμα του ρατσισμού. Στη συνέχεια στράφηκε στο ντοκυμαντέρ,  εστιάζοντας σε κοινωνικά θέματα. Στο εξάωρο Save Your Life: The Life and Holistic Times of Dr. Richard Schulze (1998) εξετάζει την περίπτωση ενός γνωστού υπέρμαχου των φυσικών θεραπειών. Το Keeper of the Flame (2005) μιλά για την οικολογική κρίση που απειλεί τα δάση της Αμερικής. Το One Bright Shining Moment (2005, με συμμετοχή του Χάουαρντ Ζινν) αναβιώνει την προεκλογική εκστρατεία του Τζωρτζ ΜακΓκόβερν το 1972, που προάσπιζε, μεταξύ άλλων, την άμεση αποχώρηση από το Βιετνάμ και την παροχή ελάχιστου εθνικού εισοδήματος. Μετά την ταινία για τον Μουμία (2012), παρουσίασε μία μικρού μήκους, ειδικότερα για τα γεγονότα της σύλληψης και της δίκης του.

9.7.16

Η αιώνια επιστροφή...

To cineTAZ επανέρχεται στη μεγάλη οθόνη το καλοκαίρι
του 2016, με οχτώ προβολές που θα φιλοξενηθούν
στο αίθριο της κατάληψης Rosa Nera, από 15/7 ως 2/9.
 




























  












Η ιστορία του κόσμου είναι γεμάτη ονόματα, όμως ελάχιστοι γράφονται σε αυτήν, έχοντας χαράξει ολότελα δική τους πορεία, σε πείσμα του περιβάλλοντος και των συνθηκών.  Σε ατομικό επίπεδο, η κατεστημένη κοινωνία δείχνει παραδοσιακά κάποια ανοχή απέναντι στους καλλιτέχνες, κι ίσως μεγαλύτερη στους "αιθεροβάμονες". Όμως για τις συλλογικότητες, η ρήξη και η σύγκρουση είναι συχνά η μόνη επιλογή. Το πρόγραμμα των οχτώ αυτών ταινιών δε φιλοδοξεί βέβαια να εξαντλήσει το θέμα, δίνει όμως αφορμές για να εμπνευστούμε από ανθρώπους ή ομάδες που δεν το έβαλαν κάτω και που με τη δράση τους άνοιξαν δρόμους για όλους.

 



15 Ιουλίου 
Μουμία: Επαναστάτης Μεγάλων Αποστάσεων
Long Distance Revolutionary: A Journey with Mumia Abu-Jamal (2012)

Σκην: Stephen Vittoria 
Εμφανίζονται: Άντζελα Ντέιβις, Ταρίκ Άλι, Ντικ Γκρέγκορυ, Έιμυ Γκούντμαν κ.ά. 

Ο Μουμία Αμπού Τζαμάλ καταδικάστηκε σε θάνατο για ένα έγκλημα που πιθανότατα δεν διέπραξε. Σήμερα εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης στις ΗΠΑ, όμως το ντοκυμαντέρ αυτό δεν εστιάζει στο αστυνομικό ή στο δικαστικό ρεπορτάζ. Αν και παίρνει θέση για τα γεγονότα, ενδιαφέρεται κυρίως να αναδείξει τη ζωή και τη δράση αυτού του σπάνιου ανθρώπου πριν και μετά τον εγκλεισμό. Ακτιβιστής αλλά και αυτοδίδακτος διανοούμενος, ο Μουμία συνεχίζει ακαταπόνητος να παρεμβαίνει στα κοινά, παρά τις αντιξοότητες που καλείται να αντιμετωπίσει. Καταπιάνεται με θέματα της μαύρης κοινότητας, αλλά και της σύγχρονης κοινωνίας γενικότερα, αναλύοντάς τα με μυαλό που κόβει σαν ξυράφι - κάνοντάς μας πραγματικά ν' αναρωτηθούμε τι θα κατόρθωνε, αν μπορούσε να δρα χωρίς τους περιορισμούς της φυλάκισης.








22 Ιουλίου 
Ο Χορός της Πραγματικότητας - Alejandro Jodorowsky
La Danza de la Realidad (2013)

Σκην: Alejandro Jodorowsky  
Εμφανίζονται: Βρόντις Χοδορόφσκι, Πάμελα Φλόρες, Τζερεμάιας Χέρσκοβιτς 

Ο Γιοντορόφσκι -όπως συνηθίσαμε να λέμε τον Αλεχάνδρο Χοδορόφσκι- είναι από τις μορφές εκείνες που πλάθουν έναν ιδιωτικό, ιδιόμορφο και ιδιώνυμο κινηματογράφο, τον οποίο εύκολα ή λατρεύεις ή μισείς. Αυτόνομος και εσωστρεφής όσο μπορεί να είναι μόνο ένας γνήσιος ποιητής, παρουσιάζει εδώ, στα 84 του, ένα ενθύμημα βίου, όχι ορθολογικό και ιστοριογραφικό, αλλά βουτηγμένο στον λαϊκό μεξικάνικο σουρεαλισμό που μας δείχνει από την εποχή του El Topo ή του αιματοβαμμένου Santa Sangre. Κι αν απορείς πώς ένας άνθρωπος με τέτοιο έργο έφτασε ως το Χόλλυγουντ, ακούγοντάς τον να μιλά καταλαβαίνεις πώς όλα είναι εφικτά για κάποιον που χαίρεται γνήσια το μαγικό ρεαλισμό σαν κομμάτι της καθημερινής ζωής.











29 Ιουλίου 
Νύχτα Στριφογυρίζουμε Και η Φωτιά Μάς Καίει
In Girum Imus Nocte Et Consumimur Igni... (1978) 
+ Sur le passage de quelques personnes à travers une assez courte unité de temps (1959)

Σκην: Guy Debord 

Λόγω ιδιοσυγκρασίας -αλλά όχι μόνο- ο Γκυ Ντεμπόρ έχει και σήμερα περισσότερους πολέμιους απ' ό,τι φίλους, όπως όταν ήταν ζωντανός. Όμως, ανεξάρτητα από την οπαδική αντίληψη, τίποτα δεν αναιρεί τη θέση του ανάμεσα στις πιο λαμπρές φυσιογνωμίες του 20ού αιώνα. Τα δυο αυτά οπτικά δοκίμια που υπογράφει παρέχουν έναν πρώιμο, ηρωικό και αφοριστικό απολογισμό. Δεν πείθουν, βέβαια, ως "αντικειμενική καταγραφή της πραγματικότητας", δεν το επιχειρούν καν. Με τη συγκινησιακή τους φόρτιση, δίνουν καλή εικόνα του τρόπου σκέψης μιας μάχιμης περιθωριακής ομάδας που άφησε το στίγμα της στη μεταπολεμική Ευρώπη.







5 Αυγούστου 
Μαύροι Πάνθηρες, Εμπροσθοφυλακή της Επανάστασης 
Black Panthers, Vanguard of The Revolution (2015)

Σκην: Stanley Nelson 
Εμφανίζονται: Χιούυ Νιούτον, Μπόμπυ Σηλ, Έλντριτζ Κλήβερ,Φρεντ Χάμπτον κ.ά. 

Είναι σίγουρα δύσκολο να αποτυπωθεί νηφάλια και διεισδυτικά ένα ολόκληρο μαζικό κίνημα που αποτελεί ακόμη ζωντανή Ιστορία, ενώ και τα ίδια τα στελέχη του βρίσκονται σε σχεδόν εμπόλεμο διχασμό. Ο Στάνλεϋ Νέλσον, όμως, κάνει φιλότιμη προσπάθεια και παραδίδει μια συναρπαστική καταγραφή της εξέλιξης του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων, από τη γένεσή του στο Όκλαντ ως και την παρακμή του. Με άφθονα πλάνα αρχείου και με συνεντεύξεις από επίκαιρα ή σημερινές, παρουσιάζει συνοπτικά την οργάνωσή του Κόμματος και πιο αναλυτικά τις δράσεις του. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται βέβαια και στην καταστολή που γνώρισε από το FBI, χωρίς όμως να κρύβονται οι προσωπικές, "ανθρώπινες" αδυναμίες που συνέβαλλαν στην πτώση. Ο Νέλσον, μάλιστα, καταφέρνει κάτι σπάνιο, καθώς στην πορεία αναδεικνύει κι ένα μέρος από τον πολιτικό λόγο που αρθρώθηκε από τα στελέχη του Κόμματος, ακόμη και με αφορμή τη σύγκρουση των αντιμαχόμενων τάσεων στο εσωτερικό του. Μπορεί το θέμα να φαίνεται μακρινό πια, αλλά είναι από τις ταινίες που δεν θες να τελειώσουν.







12 Αυγούστου 
Ποιος είναι ο Φέλα Κούτι; 
Finding Fela (2014)

Σκην: Alex Gibney 
Εμφανίζονται: Φέλα Κούτι, Φέμι Κούτι, Μπιλλ Τ. Τζόουνς, Τόνυ Άλλεν κ.ά. 

Ένας μουσικός από τη Νιγηρία θα παρουσίαζε ίσως μικρό ενδιαφέρον για το ευρύτερο κοινό, έστω και αν δημιούργησε το σπουδαίο μείγμα τζαζ και αφρικάνικων ρυθμών που ονομάστηκε afrobeat. Όμως πέρα από καλλιτεχνική ιδιοφυΐα, ο Φέλα Κούτι ήταν μαχητική προσωπικότητα με οξύ κοινωνικό προσανατολισμό, ένας από τους ανθρώπους που δεν παύουν να εμπνέουν, παρά τις αμφιλεγόμενες πλευρές τους. Γόνος αστικής οικογένειας και σπουδαγμένος στο Λονδίνο, επέλεξε παρ' όλ' αυτά την ολομέτωπη και πολύχρονη σύγκρουση με το διεφθαρμένο καθεστώς στη χώρα του, φτάνοντας να ξυλοκοπηθεί και να φυλακιστεί κατ' επανάληψη. Αναζήτησε στην αφρικανική του παράδοση την ταυτότητα του φύλαρχου και του ανιμιστή, και επέμεινε να προκαλεί με όχημα την αξεπέραστη μουσική του. Μέσα από την απόπειρα κάποιων Αμερικανών να στήσουν ένα μιούζικαλ για τη ζωή του, αυτό το εξαιρετικά διερευνητικό ντοκυμαντέρ δείχνει ταυτόχρονα και την ειλικρινή αμηχανία των Δυτικών που αδυνατούν να υπερβούν τη δική τους κοσμοθεωρία, υπενθυμίζοντας πως όσο κοσμοπολίτες κι αν είμαστε, το πολιτισμικό σοκ παραμένει βαθύ.







19 Αυγούστου 
Μαγικό Ταξίδι - Οι Beat συναντούν τους Merry Pranksters 
Magic Trip: Ken Kesey's Search for a Kool Place (2011)

Σκην: Alex Gibney 
Εμφανίζονται: Κεν Κήζυ, Τίμοθυ Λήρυ, Νηλ Κάσαντυ, Τζακ Κέρουακ, κ.ά. 

Το 1964 ο συγγραφέας της "Φωλιάς του Κούκου" πήρε οδηγό στο Μαγικό Λεωφορείο τον Νηλ Κάσσαντυ (τον αληθινό ήρωα του "Στο Δρόμο"), και με μια παρέα προ-χίππηδες ξεκίνησαν από το Σαν Φρανσίσκο για τη Νέα Υόρκη και πίσω. Τα θρυλικά ταξίδια τους γράφτηκαν σε φιλμάκια 16mm που χάθηκαν για χρόνια. Ο Άλεξ Γκίμπνυ τα βρήκε σ' έναν αχυρώνα, τα έβαλε σε μια σειρά, κι αφού πρόσθεσε σύγχρονες συνεντεύξεις και πλάνα αρχείου, μας προσφέρει ένα διαφωτιστικό και διασκεδαστικό πορτραίτο της αντικουλτούρας των '60, πολύ πριν γίνει μόδα. Κέννεντυ, Βιετνάμ, αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα, νεανική παραβατικότητα και εξέγερση, ναρκωτικά και πάθος για ζωή, απογοήτευση, παραίτηση και κυνισμός, μέσα από τα μάτια κάποιων που έπλασαν το σύγχρονο κόσμο και, μαζί, την εικόνα μας γι' αυτόν.










26 Αυγούστου 
Φαντάσου να Ξυπνούσες Αύριο Και Όλη η Μουσική
Να Είχε Εξαφανιστεί
 
Imagine Waking Up Tomorrow And All Music Has Disappeared (2015)

Σκην: Stefan Schwietert 
Εμφανίζονται: Μπιλλ Ντράμμοντ, Τζων Χιρστ, KLF, The17 

Αν και συνιδρυτής των KLF, ενός από τα πιο δημοφιλή συγκροτήματα της ποπ των '90s, ο Μπιλλ Ντράμμοντ κόντραρε όσο λίγοι τους κανόνες της εμπορευματοποίησης. Όχι μόνο έκαψε ένα εκατομμύριο λίρες πάνω στη σκηνή, αλλά και διέλυσε το σχήμα στο αποκορύφωμά του, για να στραφεί σε καταστασιακές δράσεις που επιχειρούν να φέρουν τον κοινό, καθημερινό άνθρωπο σε άμεση επαφή με την πηγή της μουσικής μέσα του. Εδώ τον παρακολουθούμε να στήνει την αυτοσχέδια χορωδία The17 σε πιάτσες ταξί και σε εργοστάσια, ενώ παράλληλα  μιλά για τις περιπέτειές του στη βιομηχανία του θεάματος. Χωρίς καμιά διάθεση να τον προβάλλει ως ήρωα ή ως μάρτυρα, ο Στέφαν Σβίτερτ συνθέτει ένα αναζωογονητικό και καθόλου ακαδημαϊκό σχόλιο πάνω στη δημιουργική έκφραση,
τη μουσική και την κοινωνία του 21ου αιώνα.
 










2 Σεπτεμβρίου
Η Φιλμική Μπαλάντα της Μαμάς του Νταντά 
The Filmballad of Mamadada (2013)

Σκην: Lily Benson, Cassandra Guan 
Εμφανίζονται: Τζοάννα Πίκερινγκ κ.ά 

Πρέπει να είναι κανείς πολύ βαθιά μυημένος στην ιστορία της τέχνης, για να έχει έστω ακουστά το πομπώδες όνομα της βαρόνης Έλσας φον Φράυταγκ Λορινγκχόφεν. Κι όμως, η ζωή και το έργο της, όπως αναπτύσσονται εδώ, δείχνουν ότι θα δικαιούνταν μια θέση πιο επιφανή - αν δεν ήταν γυναίκα, και τόσο ιδιαίτερη. Μέσα στο ταραχώδες τοπίο του μεσοπολέμου, αψηφώντας τις κοινωνικές συμβάσεις, βρέθηκε από την Ευρώπη στη Νέα Υόρκη, όπου συμμετείχε ενεργά στην καλλιτεχνική πρωτοπορία, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στη γένεση του Νταντά, όχι ως μούσα, αλλά ως δημιουργός. Παρ' όλο, όμως, που ο χαρακτήρας της, μαζί με τις συνθήκες της εποχής, εμπόδισαν την καθιέρωσή της -ενώ και το έργο της ιδιοποιήθηκαν στενοί φίλοι της, όπως ο Μαρσέλ Ντυσάν-, η σύγχρονη έρευνα φέρνει στο φως το σημαντικό κληροδότημα που άφησε στον πολιτισμό. Μια ταινία που δημιουργήθηκε συλλογικά από 49 καλλιτέχνες και με χρηματοδότηση από το kickstarter.