1.9.16

Προβολή 8 - 2/9/2016, Rosa Nera, 09:30

Η Φιλμική Μπαλλάντα της Μαμάς του Νταντά

The Filmballad of Mamadada (80', 2013)

Σκην: Lily Benson, Cassandra Guan
Εμφανίζονται: Τζοάννα Πίκερινγκ κ.ά.


Οι αγρότες στο Κεντάκυ με περνούσαν για τρελή,
οπότε έμενα σε αντίσκηνα με οικογένειες μαύρων,
προχωρώντας από τον έναν καταυλισμό
στον άλλον, δίπλα στον ποταμό Οχάιο.
Αυτοί με τάιζαν και μου έμαθαν
μία όμορφη διάλεκτο της αγγλικής.
Τον ναύλο επιστροφής στα Ανατολικά
τον κέρδισα με εμφανίσεις σε υπαίθριες
μπυραρίες για Γερμανούς εργάτες
που μιλούσαν αγγλικά λιγότερο κι από μένα.






Η ταινία που κλείνει τον κύκλο Μόνοι Εναντίον Όλων του cineTAZ εξετάζει μια ελάσσονα καλλιτέχνιδα των αρχών του 20ού αιώνα, άγνωστη μέχρι πρόσφατα ακόμη και στους ρέκτες της ιστορίας της Τέχνης. Το θέμα ίσως φαίνεται ελιτίστικο, και η ταινία κάπως παράταιρη σε σχέση με τις προηγούμενες. Όμως αξίζει τη θέση της εδώ γιατί, πέρα από τους ενδιαφέροντες εικαστικούς πειραματισμούς της, γεννά σκέψεις που αφορούν ευρύτερα τη θεματική αυτού του κύκλου.
    Η Έλσε Πλετς γεννήθηκε το 1874 στην Πομερανία, κοντά στη Βαλτική, και μεγάλωσε σε μια οικογένεια όπου η λεκτική και σωματική κακοποίηση ήταν συχνό φαινόμενο. Όταν, νεαρή ακόμη, είδε τον πατέρα της να κλείνει τη μητέρα της σε φρενοκομείο, η ρήξη της με το πατριαρχικό μοντέλο ήταν βίαιη και οριστική: σύντομα, εγκατέλειψε το πατρικό της και ρίχτηκε ορμητικά σε μια ζωή που δεν έπαψε ποτέ να αμφισβητεί τις κοινωνικές συμβάσεις. Χωρίς πόρους, αλλά με απίστευτο θάρρος, περιπλανήθηκε στην Ευρώπη του fin-de-siècle και ήρθε σε επαφή με καλλιτεχνικούς κύκλους, γνωρίζοντας από κοντά τις ζυμώσεις που θα γεννούσαν όλη τη σύγχρονη τέχνη. Κι αν η κοινωνική ιστορία της Δύσης στον 20ό αιώνα έχει ως βασικό άξονα τη διεκδίκηση του δικαιώματος στην έκφραση, τότε η Έλσα ενσωματώνει ακέραιο αυτό το αίτημα, όχι εν σπέρματι αλλά σε πλήρη άνθηση.
    Η ρήξη με το στάτους κβο τής επέτρεψε, πέρ' από τα υπόλοιπα, να εξερευνήσει πολύπλευρα και τη σεξουαλικότητά της. Τελικά, το 1901 παντρεύτηκε τον αρχιτέκτονα Αύγουστο Εντέλλ, αλλά σύντομα συνδέθηκε φανερά μ΄ ένα φίλο του, τον ποιητή Φέλιξ Γκρέβε. Οι τρεις μαζί έζησαν στη Νάπολη, στη Γαλλία και στην Ελβετία, ώσπου το 1907 η Έλσε και ο Γκρέβε παντρεύτηκαν στο Βερολίνο. Δύο χρόνια μετά, ο Φέλιξ σκηνοθετεί το θάνατό του, για να γλιτώσει από τους δανειστές, και διαφεύγει στις ΗΠΑ. Εκείνη τον ακολουθεί -και μάλιστα, συλλαμβάνεται στο Πίτσμπουργκ, διότι φορά ανδρικά ρούχα-, αλλά σ' ένα χρόνο ο Γκρέβε την εγκαταλείπει οριστικά.
    Χωρίς χρήματα, χωρίς καν να μιλά τη γλώσσα, η Έλσε φτάνει στη Νέα Υόρκη στα 35 της και δουλεύει σ' ένα καπνεργοστάσιο. Κάνει ένα νέο γάμο μ' έναν ξεπεσμένο ευγενή, που όμως πηγαίνοντας να καταταγεί στο γερμανικό στρατό για τον Α' Παγκόσμιο, αιχμαλωτίζεται και τελικά αυτοκτονεί, αφήνοντάς της μόνο το βαρύγδουπο όνομα «βαρόνη Έλσα φον Φράυταγκ Λορινγκχόφεν». H Έλσα εγκαθίσταται στο Γκρένουιτς Βίλλατζ. Εργάζεται ως μοντέλο ζωγράφων κι αρχίζει να φτιάχνει αφηρημένα γλυπτά, με αντικείμενα που βρίσκει πεταμένα, ενώ δημοσιεύει ποιήματά της στο πρωτοποριακό περιοδικό The Little Review. Ζει σε άκρα ανέχεια, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να μετατρέπει την καθημερινή ζωή της σε διαρκή περφόρμανς, δρώντας ως εξάγγελος του Νταντά που μόλις τότε γεννιέται στην Ευρώπη: ξυρίζει το κεφάλι της, κυκλοφορεί με κονσερβοκούτια στα στήθη, φορά για μενταγιόν ένα κλουβί με ζωντανό καναρίνι, και φτάνει ακόμη και να επιτίθεται σεξουαλικά σε γνωστούς της (όπως στον ποιητή Γουίλλιαμ Κάρλος Γουίλλιαμς).
    Όταν ο πόλεμος φέρνει στις ΗΠΑ τον Ντυσάν και τον Μαν Ρέυ, συνδέεται φιλικά μαζί τους και μεταξύ άλλων γυρίζουν μια ταινία όπου εμφανίζεται να ξυρίζει το εφηβαίο της. Το 1916 ο Ντυσάν γράφει στην αδελφή του: «Μια φίλη με το ψευδώνυμο R. Mutt μου έστειλε ως γλυπτό ένα ουρητήριο από πορσελάνη». (Armutt στα γερμανικά σημαίνει ένδεια). Το Συντριβάνι προκαλεί πάταγο όταν ο Ντυσάν το καταθέτει ως συμμετοχή του σε μια έκθεση και, χρόνια μετά, φτάνει να θεωρείται πρώτο δείγμα της conceptual art και σπουδαιότερο έργο τέχνης του 20ού αι.. Σήμερα, ωστόσο, αμφισβητείται αν δημιουργός του ήταν ο ίδιος κι όχι η Έλσα (ο πιο συγκροτημένος αντίλογος-συνηγορία του Ντυσάν υπάρχει εδώ). Παρά ταύτα, η ανέχεια την ωθεί να γυρίσει στο Βερολίνο του μεσοπολέμου, και τελικά να λάβει γαλλική βίζα. Έζησε άπορη στο Παρίσι τα τελευταία της χρόνια, και πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, καθώς το γκάζι της κουζίνας της βρέθηκε ανοιχτό.

    Η Φιλμική Μπαλλάντα ακολουθεί την πορεία της Έλσε Πλετς, αλλά παρεκκλίνει από τη φόρμα του ιστορικού ντοκυμαντέρ. Η έλλειψη πλάνων αρχείου οδήγησε στην ιδέα να ανατεθεί από μία ενότητα της ταινίας σε 50 εικαστικούς (νέους ή και καθιερωμένους, όπως η Άμπιγκεϊλ Τσάιλντς και ο Κρίστιαν Μάρκλεϋ). Το αποτέλεσμα είναι ένας ορυμαγδός ετερόκλητων στυλ, όμως ο κορμός παραμένει συνεπής και συνεκτικός, αφού η φωνή off εξιστορεί γραμμικά τα περιστατικά, διατηρώντας τον ειρμό.
    Παρά την εστιασμένη αφήγηση, ανακύπτουν κάποιες ευρύτερες σκέψεις, με πιο προφανή βέβαια το θέμα του φύλου: η Έλσε έμεινε στη λήθη, ενώ αντίστοιχοι άνδρες σύγχρονοί της, όπως φέρ' ειπείν ο Αρτύρ Κραβάν, έγιναν θρύλοι. Αυτό εν μέρει επανορθώνεται από τη σύγχρονη έρευνα, που οδηγεί σε ριζική αναθεώρηση της Ιστορίας της Τέχνης, δίνοντας πια τη θέση που αρμόζει σε ζωγράφους από την Αρτεμισία Τζεντιλέσκι ως τη Χίλμα αφ Κλιντ ή και την εν ζωή σήμερα Μάργκαρετ Κην.
    Όμως άλλα ερωτήματα είναι εξίσου επίμονα: Έχει τόση σημασία τελικά η επιτυχία; Ή άραγε, από την πλευρά του ατόμου που ενεργεί, αρκεί το εγχείρημα; Κι ακόμη, πώς θα ήταν ο κόσμος, αν κάποιοι δεν είχαν την «υγιή οίηση του μεγαλοφυούς» και, προεξοφλώντας την αποτυχία, τα παρατούσαν πριν αρχίσουν; Και μήπως αυτό που υποτιμητικά η κοινωνία αποκαλεί τρέλα είναι ζωτικό για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους; Στο βαθμό που η ιστορία γράφεται από τους νικητές, πόσο φιλικά μπορεί να δει τους αποτυχημένους; Αυτά και άλλα συναφή ερωτήματα προσθέτουν νέες αναγνώσεις στις προηγούμενες ταινίες του κύκλου.



Για τις σκηνοθέτιδες:

    Η Lily Benson μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στο Μάλμε της Σουηδίας και στη Νέα Υόρκη. Το καλλιτεχνικό της έργο βασίζεται σε μια πολύπλευρη προσέγγιση που συμπεριλαμβάνει την εικονογράφηση, το κινούμενο σχέδιο, τη σύνθεση ποπ μουσικής και τις περφόρμανς. Σταθερό σημείο του είναι η προσέγγιση του σύγχρονου λαϊκού πολιτισμού μέσα από τη φεμινιστική οπτική.
    Η Cassandra Guan κατάγεται από το Πεκίνο, αλλά ζει στη Νέα Υόρκη. Ασχολείται με τον κινηματογράφο και πειραματίζεται με τις μεθόδους αφήγησης και αναπαράστασης.

    Το οπτικό υλικό της Φιλμικής Μπαλλάντας προήλθε από τους καλλιτέχνες: Leslie  Allison, Animals, Raoul Anchondo, Mauricio Arango, Doug Ashford, Harold Batista, Gregory, Lily Benson, Caitlin Berrigan, Clara Carter, Lea Cetera, Joanne K. Cheung, Abigail Childs, Abigail Colins, Katy Cool, Cecilia Corrigan, Alex DeCarli, EASTER, Chitra Ganesh, Alex Golden, Cassandra Guan, Jorun Jonasson, Prudence Katze, Simone Krug, Joyce Lainé, William Lehman, Alexandra Lerman, Ming Lin, Thomas Love, Rob Lowe, Kirby Mages, Mar- kues, Mores McWreath, Erin Jane Nelson, Anne Marte Overaa, Michala Paludan, Leah Pires, Sunita Prasad, Joanna Quigley, Will Rahilly, Amy Reid, Isaac Richard, Doron Sadja, Saki Sato, Frances Scholz, Dash Shaw, Sydney Shen, Beau Sievers, Shelly Silver, Ursula Sommer, Jim Strong, Aaron Vinton και J.N. Kienitz Wilkins.

No comments:

Post a Comment